Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Η χαρχάλα.

Γράφει ο Ανδρέας Φουράκης.

xarxalaΠολυαγαπημένο χειροποίητο παιχνίδι και όπλο πολλαπλών χρήσεων, απαραίτητο για να μετράς ως υπολογίσιμη μονάδα στον παιδόκοσμο της γειτονιάς σου και να απολαμβάνεις σεβασμό από τους εχθρούς και εκτίμηση από τους φίλους σου, ιδίως αν ήσουν και καλός σκοπευτής.

Είχες χαρχάλα; Ήσουν μάγκας και αλάνι, θα πει μάχιμος και υπολογίσιμος.
Δεν είχες; ΄Ησουν βουτυρόπαιδο και κουραμπιές. Βαρείς οι χαρακτηρισμοί καθότι βουτυρόπαιδο ίσον μαμάκιας και κουραμπιές ο άκαπνος, ο άχρηστος, ο αστράτευτος.

Η χαρχάλα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στο 1930 και για την κατασκευή της χρησιμοποιούσαν σαμπρέλες ποδηλάτου.

Μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διαδόθηκε ακόμα περισσότερο δεδομένου ότι τα λάστιχα από ποδήλατα αντικαταστάθηκαν με τα πολύ ισχυρότερα από σαμπρέλες αυτοκινήτων που φυσικά πριν δεν υπήρχαν ή σπάνιζαν. Τα λάστιχα αυτά τριπλασίασαν το βεληνεκές της βολής της χαρχάλας και προσέδωσαν σ  αυτή την αξία ενός πραγματικού όπλου κυνηγιού, πολέμου και σκοποβολής.

Επικηρυγμένη από Χωροφυλακή, Αγροφυλακή, από δασκάλους, παπάδες και παιδονόμους κατάφερε από το 1930 έως και το 1965 να καταξιωθεί ως το δημοφιλέστερο παιχνίδι  στο παιδομάνι και δεν έλειπε από κανένα αρσενικό από 7 έως 20 ετών καθότι εξυπηρετούσε όλες τις  “ευγενείς πράξεις” όπως πετροπόλεμο, καταστροφές γλόμπων και τζαμιών, κυνήγι πουλιών και σκοποβολή και μπορεί την προπαίδεια να μην την ξέραμε ακόμα μα χαρχάλες ξέραμε να φτιάχνουμε κι όποιος δεν ήξερε ως ιερά υποχρέωση τον βοηθούσαμε να μάθει.

Η χαρχάλα αποτελείτο από 3 βασικά μέρη:

1)το χαρχαλόξυλο σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον,
2) τα λάστιχα που δένονταν στα άκρα του χαρχαλόξυλου και στις δύο άκρες του πετσιού με λαστιχίδες,
3) το πετσάκι.

Χαρχαλόξυλο.

sfendona2Τα καλύτερα χαρχαλόξυλα κατασκευάζονταν από δίχαλα σκληρού ξύλου όπως αγριελιάς, ελιάς ή λυγαριάς ύψους 8-10 εκατοστών με άνοιγμα διχάλου όσο η απόσταση σε διάσταση του αντίχειρα με τη μεσαία φάλαγγα του δείκτη.

Με πολλή προσοχή και σπουδή διαλεγόταν το κλαδί που σχημάτιζε την κατάλληλη διχάλα, κοβόταν το δίχαλο και γίνονταν οι τελευταίες διαμορφώσεις στην καμπυλότητα του σφίγγοντας τα δύο άκρα με σύρμα και αφαιρώντας τη φλούδα.

Μετά το χαρχαλόξυλο αφηνόταν στον ήλιο να ξεραθεί ή φουρνιζόταν να σταθεροποιηθεί το σχήμα.
Από τις λυγαριές έβγαιναν τα πιο όμορφα φυσικώς διαμορφωμένα χαρχαλόξυλα που τα έλεγαν ποτηράκια και έδιναν ακόμα μεγαλύτερη αξία στη συνολική αξία της χαρχάλας στο παιδικό χρηματιστήριο.

Το πετσί.

Σε ωοειδές σχήμα, με μήκος περίπου 5 εκατοστά και πλάτος 2-3 από γερό αλλά μαλακό δέρμα ήταν ο υποδοχέας της πέτρας και συνδεόταν με τα δύο λάστιχα στα δυο του άκρα που έφεραν δύο τρύπες για το σκοπό αυτό. Τα πετσιά αυτά τα βρίσκαμε παρακαλώντας τους τσαγκάρηδες για κανένα ρετάλι αλλά κυρίως από τις γλώσσες των παπουτσιών που αναζητούσαμε μανιωδώς σε παλιοπάπουτσα, μα άμα το έφερνε η ανάγκη κόβαμε και καμιά γλώσσα από τα παπούτσια μας με τις γνωστές συνέπειες.

Τα λάστιχα.

Είχαν μήκος 35-40 εκατοστά ή λίγο πιο μακριά ή πιο κοντά ανάλογα του μπογιού του χρήστη και φάρδος 1 εκατοστό. Μεγάλη σημασία είχε να κόψεις τα λάστιχα στο ιδανικό μήκος το οποίο καθοριζόταν ως εξής:
Πρώτη κίνηση οπλίζεις με πέτρα το πετσί, το οποίο κρατάς σφιχτά με τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού στο πάνω μέρος του χαρχαλόξυλου κοντά στη δεσιά. Και ο μεν αντίχειρας κρατάει κόντρα στο αριστερό σκέλος του χαρχαλόξυλου και ο δείκτης κοντράρει το δεξιό σκέλος αγκαλιάζοντας το μερικώς ενώ τα τρία υπόλοιπα δάχτυλα αγκαλιάζουν το κάθετο μέρος του (το χερούλι).

Δεύτερη κίνηση το αριστερό χέρι έρχεται δίπλα κολλητά στο πλάι του ύψους της μύτης.
Τρίτη κίνηση απομακρύνεις το δεξιό πήχυ σε ευθεία προέκταση μέχρι τα λάστιχα να μην έχουν μπόσικο άλλο και ο πήχυς με το βραχίονα να μην είναι ευθεία αλλά να σχηματίζουν γωνία περίπου 80 μοιρών.
Τέταρτη κίνηση το δεξί χέρι τεντώνει παίρνοντας από τα λάστιχα το 80% της ελαστικότητας τους.
Τελευταία κίνηση ο αριστερός πήχυς τραβιέται από το ύψος της μύτης πίσω μέχρι το αριστερό αυτί και σε αυτή τη θέση τα λάστιχα πρέπει να έχουν δώσει το 100% της δύναμης τους, δηλαδή να μην μπορούν να τεντώσουν άλλο. Αν αυτό συμβεί τότε η χαρχάλα έχει το σωστό μήκος των λαστίχων.

Πιο συνοπτικά το ιδανικό μήκος των λαστίχων ήταν για τον καθένα αυτό που με τεντωμένο το δεξί χέρι και τα λάστιχα τραβηγμένα προς τα πίσω μέχρι το πετσί με την πέτρα να έρθει στο πλάι και πίσω του αριστερού αυτιού έδιναν το 100% της ελαστικότητας τους χωρίς άλλο περιθώριο τεντώματος.

Τέλος άφηνες το πετσί και η πέτρα έφευγε.

Να μην ξεχάσουμε ότι τα πόδια έπρεπε να είναι σε διάσταση με προβολή του δεξιού και κόντρα του αριστερού για σταθερότητα.

Η εξάπλωση του παιχνιδιού αυτού έφερε και το εμπόριο των λαστιχων και μπορούσες να βρεις έτοιμα και κομμένα  να αγοράσεις σε μαγαζιά στα πεταλάδικα, στα ντερμιτζίδικα και στα ποδηλατάδικα.
Συνήθως κρέμονταν στην πόρτα του μαγαζιού σε μάτσα παρά την απαγόρευση με τιμή 2 φράγκα το ζευγάρι αλλά καμιά φορά και 3 και 4.

Πριν την αγορά τα εξετάζαμε μην τυχόν και ήταν ψωριασμένα ή κακοκομμένα ώστε να έχουν κοκαράδες (μικρά κοψίματα) που προμήνυαν μικρή αντοχή στο τέντωμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις όταν ένα λάστιχο έσπαγε το ματίζαμε γρήγορα-γρήγορα δένοντας το με μαλακότερο λάστιχο ψιλοκομμένο από σαμπρέλα ποδηλάτου που πάντα είχαμε τυλίξει επιμελώς γύρω από το χαρχαλόξυλο και που το ονομάζαμε λαστιχίδα.

Πετροπόλεμος.

Στο αίμα μας τον είχαμε και την αφορμή ψάχναμε. Συνήθως το έναυσμα δινόταν από μεμονωμένα περιστατικά. Άτυπα σύνορα είχαν οι γειτονιές μεταξύ τους και αποτελούσαν άβατο για παιδιά από άλλες γειτονιές. Και εκεί που αμέριμνος είχες παραβιάσει κάποια σύνορα κινδύνευες ξαφνικά να φας μια χαρχαλιά στο μήλιγκα, να ξεραθείς επιτόπου ή μία κατακέφαλα να βγεις ελεύθερος υπηρεσίας για μια εβδομάδα και βάλε να μη σπάσουν και τα ράμματα.

Ένα τέτοιο γεγονός πυροδοτούσε αμέσως επιστράτευση και ετοιμότητα πολέμου καθώς και ρήξη της μιας γειτονιάς προς την άλλη που μπορούσε να κρατήσει  2 και 3 χρόνια.

5-6 περιοχές αποτελούσαν στα Χανιά ξεχωριστά κρατίδια χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε κρατίδιο από αυτά δεν είχε και διαφορές με τις γειτονιές που το αποτελούσαν. Τοπανάς, Νέα Χώρα, Κολόμπο, Σπλάντζια, Λενταριανά, Μεϊντάνι και Παχιανά. Οι τρεις τελευταίες περιοχές, όντες μέσα στο πράσινο, με πολύ κυνήγι μέσα στα πόδια τους λογικό ήταν να έχουν αναπτύξει πολύ το όπλο αυτό και να διαθέτουν καλούς κυνηγούς και πολλές χαρχάλες μα και καλούς σκοπευτές.

Καμιά φορά εχθροπραξίες γίνονταν με 2-3 και παραπάνω γειτονιές συγχρόνως, κατάσταση που δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα κυκλοφορίας και που όταν η μάνα σου σ' έστελνε στο μπακάλη να πάρεις μαϊντανό έπρεπε να καταστρώσεις ολόκληρο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα ποια μπεντένια να πηδήξεις, ποιες αλάνες να παρακάμψεις μην πέσεις σε καμιά χωσιά αντιπάλου να τρέχεις και να μη φτάνεις.

Πολλές φορές, λόγω εκεχειρίας, υπήρχαν αναδουλειές πολέμου και για να μην ξεχνάμε την τέχνη χωριζόμασταν σε ομάδες και σκοτωνόμασταν μεταξύ μας και μετά τη μάχη πάλι φίλοι και περιποιόμασταν τους τραυματίες με συμπόνοια και τους κολακεύαμε για να πουν στους γονείς τους ότι κάτι αλήτες από την άλλη γειτονιά τους άνοιξαν το κεφάλι. Και τους λέγαμε “μπράβο ρε ήρωες που άνοιξε το κεφάλι σας και πώς πετιόταν το ηρωικό αίμα και πώς σα λιοντάρια μουγκρίζατε, ρε θηρία!!”

Αν ήσουν τυχερός και έτρωγες την πέτρα στο πόδι, ας πούμε, το πράγμα ήταν λιγότερο σοβαρό γιατί αφού πηδούσες κάμποση ώρα στο ένα, μιμούμενος το πτηνόν ονομαζόμενο φλαμίνγκο, έπαιρνες και παράσημο πέντε φάσκελα που δεν πρόσεχες και κατέγραφες την εμπειρία και όλα καλά προς γνώση και συμμόρφωση.
Στις πληγές μας βάζαμε κοπριά και χώμα να σταματήσουμε το αίμα μα τέτανο δεν έπαθε κανείς γιατί η φύση μας είχε γεμίσει αντισώματα.

Κάναμε και πολέμους κατόπιν ραντεβού και συνεννόηση με αντίπαλη γειτονιά. Βάζαμε κανόνες και καθορίζαμε εκ των προτέρων την τύχη τυχόν αιχμαλώτων. Εννοείται ότι το πρώτο πράγμα που κάναμε σε αιχμάλωτο ήταν να του κατάσχουμε τη χαρχάλα του και ήταν αυτό χειρότερο και πιο ταπεινωτικό από το να του παίρναμε το σώβρακο.

Σκοποβολή.

Κάθε χαρχάλα είχε τα χούγια της. Άλλη πιο σκληρά λάστιχα, άλλη πιο μαλακά, άλλη δυνατή, άλλη αδύνατη. Για να γίνεις καλός σκοπευτής έπρεπε να ρίχνεις συνέχεια χαρχαλιές, να συνηθίσεις τις ιδιαιτερότητες του όπλου και συνέχεια γεμάτες πέτρες ήταν οι τσέπες μας που ήταν και τζάμπα.

Ο άριστος σκοπευτής έπρεπε να έχει τις παρακάτω επιδόσεις με την πρώτη:

1) Να χτυπά ντενεκάκι γάλακτος άσφαλτα στα 10 μέτρα
2) Να σκοτώνει ένα πουλί στα 5-8 μέτρα
3) Να κατεβάζει άνετα γλόμπο της ΔΕΗ
4) Να μπολιάζει άνθρωπο στα 30-40 μέτρα
5) Να βρίσκει ανθρώπινο κεφάλι στα 10-15 μέτρα
6) Να κατεβάζει τζάμι στα 60 μέτρα
7) Να βρίσκει κινητό στόχο, π.χ. γάτα, με προσκόπευση στα 15 μέτρα.

Σκόπευση.

Η σκόπευση γινόταν πάντα με ανοιχτά και τα δύο μάτια. Με τον καρπό του δεξιού χεριού τελείως λυγισμένο προς τα πάνω και με αριστερή στροφή του πήχυ περίπου 80 μοίρες ο στόχος έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο της νοητής ευθείας που ένωνε τα δύο άκρα του χαρχαλόξυλου ώστε πετσί, κέντρο νοητής γραμμής και στόχος να βρίσκονται σε μία ευθεία.

Ειδικές ασκήσεις και αγώνες κάναμε για το ποιος θα ρίξει περισσότερες βολές στο μικρότερο χρόνο και όταν είχαμε πόλεμο εκτός την πέτρα στο πετσί κρατάγαμε και άλλη μία με τα τελευταία δάχτυλα του αριστερού να ξαναγεμίσουμε γρήγορα.

Πέτρες.

Οι καταλληλότερες ήταν από θαλασσινό τσαχίλι στρογγυλοποιημένες από την τριβή που ταίριαζαν απόλυτα με το πετσί, είχαν βάρος και δεν παρουσίαζαν αντίσταση στον αέρα με αποτέλεσμα μεγαλύτερο βεληνεκές και καλύτερη ευθυβολία. Καμία φορά χρησιμοποιούσαμε και σιδερένιες μπίλιες από σπασμένα ρουλεμάν που στις ψιλοκρεμαστές βολές μπορούσαν να φτάσουν και τα 200 μέτρα να ρίχνεις από τη μια γειτονιά στην εχθρική χωρίς να σε βλέπουν.

Κυνήγι.

Όλα καλά λοιπόν. Τον αντίπαλο τον βρίσκαμε. Τα ντενεκάκια επίσης. Τους γλόμπους τους σπάγαμε.
Όμως το μεγάλο παράσημο και την καταξίωση τα παίρναμε στο κυνήγι. Σκότωνες πουλιά με την χαρχάλα; Είχες, να πούμε, ντοκτορά και ουδείς σε αμφισβητούσε. Δεν έπιανες; Άντε να φας κανένα ντεκότο να μεγαλώσεις και στον πόλεμο τράβα στα μετόπισθεν βοηθητικός μέχρι νεωτέρας.

Τρελαινόμασταν για το κυνήγι όλοι και το κάναμε ομαδικά  αλλά και ατομικά πολλές φορές και τόσο πολύ το αγαπούσαμε που παραμερίζαμε και τον πόλεμο σε δεύτερη μοίρα. Δύσκολο πράμα να πιάσεις πουλί με τη χαρχάλα γιατί έχουν και την κακιά συνήθεια να πετάνε και είναι και μικρός στόχος, μα τίποτα δε μας σταματούσε εμάς.

Τέλος Σεπτέμβρη εφοδιαζόμαστε με τις καλύτερες πέτρες και κάναμε συζητήσεις υψηλού επιπέδου για το κυνήγι. Επιθεώρηση όπλων και εκστρατείες να βρούμε μολύβι να φτιάξουμε σκάγια.

Κάτι ξόμπλια μολυβένια σε παλιά κάγκελα, κάτι σωλήνες από ύδρευση μας τροφοδοτούσαν το πολύτιμο μέταλο και άρχιζε η κατασκευή των σκαγιών.

Πρώτα βρίσκαμε ένα τενεκεδένιο κουτί με καπάκι, γεμίζαμε το κουτί με νερό και με μια πρόκα κάναμε στο καπάκι πολλές στρογγυλές τρύπες.

Μετά φωτιά και καλά κάρβουνα και σε ένα μπρίκι λιώναμε το μολύβι. Χύναμε το λιωμένο μολύβι πάνω στο καπάκι και αυτό περνώντας από τις τρύπες στερεοποιόταν στο νερό. Όταν η χύτευση τελείωνε ανοίγαμε το καπάκι, χύναμε το νερό και παίρναμε τα σκάγια που ήταν βέβαια λίγο άκομψα σε σχήμα σταγόνας, αλλά κάνανε τη δουλειά τους σε πουλιά που μπορούσαμε να πλησιάσουμε μέχρι 5 μέτρα. Διαμορφώναμε μάλιστα το πετσί της χαρχάλας, μαλακώνοντας το με νερό, ώστε να σχηματίζει λάκκο στο κέντρο του που γεμίζαμε με σκάγια και αφού τους βάζαμε και σάλιο για πιο συνοχή ήμασταν έτοιμοι για τη βολή.

Οκτώβρης. Πρωτοβρόχι, χαρά μεγάλη και χαρούμενες φωνές “ήρθαν τα πιπιόνια!” Κυνηγετικός συναγερμός. Επιλογή θηραμάτων γινόταν ώστε να προσαρμόζονται στις δυνατότητες σκόπευσης της χαρχάλας και πρώτος στόχος τα πιπιονάκια ή αλλιώς λαδάκια ή μυγιοχαύτες, με μέγεθος ενός ταλήρου, που μπορούσες να πλησιάσεις και στα 2-3 μέτρα.

Σχετικά εύκολος και καθαρός στόχος οι ξεραδίτες γιατί είχαν το συνήθειο να κάθονται σε καθαρά, ξερά κλαδιά. Το ίδιο και οι μπεκαφίνοι.

Σταρίθρες στ' αμπέλια και στα σύρματα μετά από κακοκαιρία, κοκκινομπέτες και σπουργίτες στις ελιές.
Κοπαδιαστά πουλιά όπως φανέτα, ζουζούρια, τσίχλες και περιστέρια χτυπιόντουσαν απο μακριά με μπηχτές στο πέταγμα τους και αν ήσουν τυχερός μπορούσε η πέτρα να βρει κανένα μέσα στο σμήνος.

Διάφορα τεχνάσματα και αθέμιτα μέσα χρησιμοποιούσαμε να εξαλείψουμε κατά το δυνατόν τα πλεονεκτήματα των πουλιών.

Ένας καλός κυνηγός έπρεπε να ξέρει και να μιμείται τις φωνές των πουλιών και έτσι τα ξεγελούσαμε πολλές φορές κρυμμένοι σε σκίνους και μπουμπουλέδες για να καθίσουν κοντά μας σε απόσταση βολής.

Αν έπιανες ένα πουλί οι άλλοι σου έλεγαν “σκατόλαχε”, αν έπιανες όμως τουλάχιστον δύο, ε, αποδείκνυες την αξία σου και οι μετοχές σου ανέβαιναν.

Χαρά μας οι μεγάλες κακοκαιρίες και το κρύο που τα πουλιά εξαντλημένα πλησιάζονταν εύκολα και δε μας ένοιαζε που ήμασταν ολόγροι και ολοσούρωτοι και που με παγωμένα χέρια μας έφευγε το χαρχαλόξυλο στο τέντωμα από το χέρι να το φάμε κατακούτελα και να στραβωθούμε κιόλας.

5-6 είχε η ομάδα κυνηγούς και 3-4 πουλάκια ήταν ο συνηθισμένος αριθμός των θηραμάτων. Τα μαδάγαμε, ανάβαμε φωτιά και τα ψήναμε στα κάρβουνα λέγοντας ιστορίες και σχολιάζοντας το κυνήγι.

Το καλοκαίρι τα πράγματα ήταν πιο εύκολα για τη χαρχάλα.
Τα ζιγαρδέλια στις τσίτες και στους ήλιους (ηλιοτρόπια) πλησιάζονταν εύκολα.
Σπουργίτες, σπίνοι, κοτσύφια, μαυροπούλες, καλογρίδες στις μουρνιές και στις συκιές κι εμείς κρυμμένοι μπαμπέσικα μέσα στα κλαδιά, πάνω στα δέντρα έτοιμοι.

Το ίδιο και στους βάλτους και στα ρυάκια για υδρόβια, φόλεγες, νερόκοτες, τσιβίδια.
Εύκολα πλησιάζονταν και οι σουσουράδες στις κοπριές, μα τα πουλιά που δεν καθόντουσαν στα δέντρα δεν πρόσφεραν καλό στόχο και σ' αυτήν την κατηγορία ήταν και οι στριτζόλες και οι τρουλίτες (κορυδαλοί).
Μα κάναμε και άλλες μπαμπεσιές κυνηγώντας με τις χαρχάλες. Τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες όταν δεν είχε φεγγάρι, σε πυκνά χαμηλά δέντρα κυρίως πορτοκαλιές, με φακό βρίσκαμε τα πουλιά που κοιμόντουσαν κουρνιασμένα και σχεδόν εξ επαφής τα εκτελούσαμε με τις χαρχάλες με πέτρες ή με σκάγια.

Πολύ αποδοτικό ήταν το κυνήγι αυτό γιατί πιάναμε και δύσκολα πουλιά όπως τσίχλες και κοτσιφούς. Όσο μεγαλύτερο και σπανιότερο θήραμα έπιανες με τα λάστιχα τόσο ανέβαινες στην υπόληψη της τσογλαναρίας και η φήμη σου ξεπερνούσε τα όρια της γειτονιάς σου στο πι και φι.
“Έπιασε τρυγόνι ο τάδε”
“Τι λες μωρέ παιδί μου και πώς και πού και τι;”
Και δωστου κουτσομπολιό και ιστορίες.
“Ρε λάστιχα αεροπλάνου είχε η χαρχάλα του, τα είδα” έλεγε ο ευφάνταστος και αεροπλάνο δεν είχε δει μα είδε τα λάστιχα που δεν ήταν μαύρα αλλά καφέ.

Κι εμείς τρέχαμε και ρωτάγαμε ποδηλατάδες και ντερμιτζίδες αν είχαν λάστιχα αεροπλάνου να αγοράσουμε.
Πολλές ζημιές κάναμε με τη χαρχάλα.

Μας πήρε τη μπάλα και δε μας την έδινε πίσω ο κακός γείτοντας; Κούνια που τον κούναγε. Τζάμι για τζάμι δεν θα του έμενε, άσε που κι αυτός κινδύνευε να αρπάξει καμιά πέτρα στα ψαχνά.

Γενική συσκότιση στις γειτονιές να μη μείνει γλόμπος της ΔΕΗ αναμμένος και με ύφος αγγέλων να δίνουμε πληροφορίες στο χωροφύλακα ότι είδαμε έναν ψηλό και χοντρό που μένει στην άλλη γειτονιά να σπάει τους γλόμπους και δίναμε χαρακτηριστικά εχθρών να τους μπλέξουμε.

Όσο για μεταξύ μας βασίλευε η απόλυτη ομερτά πάνω από όλα και κανείς δεν την παραβίαζε και μιλάγαμε ανακορακίστικα, γλώσσα ακαταλαβίστικη να μην ξέρει κανείς τι λέμε και τα γράμματα στον κόκκορα τα είχαμε φορτωμένα.

Αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας ήταν η χαρχάλα για όλα αυτά που μας προσέφερε και σαν πολύτιμο αντικείμενο την κοιμίζαμε μαζί μας κάτω από το μαξιλάρι μας. Κι όταν ο δάσκαλος απαιτούσε την παράδοση των όπλων από κάποιους μετά από κάρφωμα, του παραδίδαμε μια χαρχάλα δήθεν με πόνο ψυχής μα φτιαγμένη επί τούτου με σωβρακολάστιχο κι αυτός έμενε με την εντύπωση ότι μας αφόπλισε.

Μα τα χρόνια πέρασαν κι εμείς μεγαλώσαμε κάπως και ήθελε ο Θεός με δύο μάτια. Οι αλάνες μία-μία χτίστηκαν και οι πρασινάδες και τα δέντρα έγιναν οικόπεδα. Οι γειτονιές ενώθηκαν γιατί δεν υπήρχαν πια κενά μεταξύ τους κι έτσι δεν είχαν πια σύνορα. Τα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν με ρόδες που δεν είχαν σαμπρέλα και μέσα σ' όλα αυτά το 1960 εμφανίστηκε ένα υπερόπλο στη ζωή μας που έδωσε τη χαριστική βολή στη χαρχάλα και που το είπανε αεροβόλο.

Σήμερα που τα παιδιά παίζουν μόνα τους καθισμένα μπροστά σε έναν υπολογιστή, χωρίς να λαχανιάζουν, χωρίς να ιδρώνουν, χωρίς συντρόφους και γειτονιά, κοιτάζω τη χαρχάλα μου με τα ψωριασμένα λάστιχα και το ξεραμένο πετσί και αναλογίζομαι πως εξαιτίας της μάθαμε να αναπτύσσουμε πρωτοβουλίες, συντροφικότητα και συλλογικότητα, εφευρετικότητα, δεξιότητα, πονηριά, συναγωνισμό, επαφή με τη φύση και τα πλάσματα της.
Αυτή ήταν που εξαιτίας της νιώθαμε το αίμα μας να πλημμυρίζει με αυτή τη μαγική ουσία που λέγεται αδρεναλίνη, στον πετροπόλεμο, στο κυνήγι και καταδιωκόμενοι από το χωροφύλακα και τον αγροφύλακα.
Αυτή μας χάριζε τη συγκίνηση της άγριας χαράς της εκδίκησης και του φόβου που έκαναν την καρδιά μας να χτυπά σαν τρελή και που έβγαζαν φτερά τα πόδια μας.

Ναι, τόσα πολλά και άλλα τόσα και δεν ήταν παρά δυο λάστιχα, ένα χαρχαλόξυλο και ένα πετσάκι.
Η νοσταλγία με πλημμυρίζει και πάλι.

Έτσι μου 'ρχεται να πάρω τη χαρχάλα μου και να σημαδέψω κανέναν αχώνευτο, να σπάσω κανένα τζάμι ή κανένα γλόμπο βρε αδελφέ!