«Τὸ ἐπ' ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σοφρονώ,
δὲν θὰ παύσω πάντοτε, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τον
Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ' ἔρωτος τὴν φύσιν,
καὶ νὰ ζωγραφὼ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἤθη.»
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τοῦ Ἀπόστολου Σαραντίδη.
Τὸ πολιτικὸν καὶ κοινωνικὸν κλίμα εἰς ὅλην σχεδὸν τὴν ἑλληνικὴν ἐπικράτειαν βαρύ, ρευστὸν καὶ μὴ προσδιορίσιμον λίαν. Κατὰ μερικοὺς ἀνέλπιδον καὶ μὴ ἀναστρέψιμον. Τὰ πικρὰ λόγια ἴσως ἀργότερα θὰ κληθοῦν νὰ περιγράψουν ἢ καὶ νὰ ἁπαλύνουν ὅσον αὐτὸ θὰ ἦτο δυνατὸν καὶ ἐφικτὸν μίαν τραγωδίαν ἴσως ἐκ τῶν χειροτέρων ἥτις θὰ βιώσει ὁ μακάριος ἀκόμη ἕλλην πολίτης. Εὐχόμεθα διὰ τὸ καλύτερον καὶ διὰ τὴν ὁμαλοτέραν πορείαν ἂν καὶ σχεδὸν ὅλα καταδεικνύουσι τὸ ἀντίθετον. Σὲ κάθε περίπτωσιν ἡ ἐλπὶς πάντοτε ἀποθνήσκει τελευταῖα ἐκτὸς ἐὰν ἐπιχειρεῖς νὰ ταριχεύσεις ἕνα πρὸ πολλοῦ συντελεσμένον πτῶμα σκυλευόμενον ἤδη ἐξ᾿ ἀγρίων ἁρπακτικῶν. Διὰ τὸν ἀληθινὸν μέτοχον ὅμως τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου τὸ βαθύτερον σκότος εἶναι ὀλίγον πρὶν ἀπὸ τὴν αὐγὴν καὶ τὴν ἐπί-ἀνά-ἰστατικὴν πλήρως ἀναθεωρητικὴν μεταστροφικὴν μετά-νόηση παρελθόντων ἁμαρτημάτων, ἀστοχιῶν οὕτως εἰπεῖν κατὰ τὴν κυριολεκτικὴν ἀπόδοσιν, εἴτε ἐξ᾿ ἀμελείας εἴτε ἐκ πρὸ μελέτης μὲ ἐνδεχόμενον δόλον καὶ μάλιστα κατὰ συρροήν. Τὸ ἀνωτέρω οὐδόλως ἀπαλλάσσει τοὺς φυσικοὺς καὶ ἠθικοὺς αὐτουργοὺς τῆς ἀνομίας οἱ ὁποῖοι τὸ πιθανότερον θὰ ἦτο νὰ νίπτουν τὰς χεῖρας των, ἐκβαλλόμενοι τὴν εὐθύνην εἰς ἀλλήλους μὴν ἔχοντας τόπον νὰ σταθοῦν ἀπὸ τὴν κοινωνικὴν κατακραυγὴν καὶ τυφλὴν βίαν καὶ ὀργήν. Ἐδῶ θὰ ταίριαζε ἐπακριβῶς μεταφορικῶς τὸ γνωστὸ τοῖς πᾶσι, «Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσιν ἐκ τοῦ ταμείου οὐδέν λάθος ἀναγνωρίζεται».
Ὕστερα ἀπὸ τὴν παραπάνω ἐκτενῆ λόγια εἰσαγωγὴ ἂς γραφτοῦν καὶ μερικὲς σειρὲς γιὰ τὸν κατεξοχὴν ταπεινότατο ἐκπρόσωπο τῆς λόγιας διηγηματικῆς μας παράδοσης, τὸν μαέστρο τῆς πεζογραφίας τοῦ προπερασμένου αἰῶνα, τὸν κορυφαῖο καὶ ἀδικημένο ὅσο καὶ παραποιημένο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στὴν ἐπέτειο τῆς κοίμησής του. Τὸν κυρ Ἀλέξανδρο ποὺ μία ἀπὸ τίς ἐλάχιστες φωτογραφίες του τῆς ἐποχῆς ποὺ παρὰ τὴ θέλησή του κάποιοι ἀπὸ τοὺς λίγους ἀλλὰ οὐσιαστικοὺς φίλους του φρόντισαν μὲ περισσὴ ἀγάπη νὰ ἀπαθανατίσουν τὴ στιγμή, κοσμοῦσε τὸν χῶρο στὰ πλαίσια τοῦ ἐτήσιου φεστιβὰλ Φιλίππων καὶ τοῦ ἔτους Παπαδιαμάντη πρὸ δεκαετίας περίπου, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑκατονταετηρίδα ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ἴσως νὰ μὴν ἦταν ὅ,τι τὸ καλύτερο ὡς πρὸς τὴν αἰσθητικὴ καὶ τὴν καλαισθησία τοῦ χώρου, ἂν μὴ τί ἄλλο ὅμως θεωροῦμε πὼς εἶναι πολὺ καλύτερο καὶ γιατί ὄχι καὶ ὠφέλιμο ὅσο κι ἂν ἐνοχλεῖ πολλοὺς ἡ λέξη, ἀπὸ τὸ καρακιτσαριὸ ἄλλων μπουζουκολαϊκομπερδεμένων ἀφισῶν μιᾶς ἕρπουσας καὶ θολῆς ψευδοκουλτούρας τοῦ τίποτα, σὲ πλήρη ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ γνήσιο λαϊκὸ ἢ καὶ ἔντεχνο ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀναγνωρίζουμε ἄμεσα ὡς κοινωνοὶ καὶ μέτοχοί του.
Οἱ ἥρωές του ἁπλοί, ταπεινοὶ καὶ βασανισμένοι τροφοδοτοῦν τὸ ἔργο του ἀπὸ τὸ ἀπόθεμα τῆς λαϊκῆς συλλογικῆς μνήμης ὡς πυρῆνες δραματικῶν στὴ ζωὴ γεγονότων ὅπως συμβαίνει πάντοτε, ποὺ τοὺς περιμένει στὸ τέλος ἡ κάθαρση τοῦ αἰώνιου Λόγου. Ἡ καθαρεύουσα ποὺ χρησιμοποιεῖ σπάνια γίνεται δυσνόητη γιὰ ὅσους διατηροῦν στοιχειώδη ἀκόμη ἐπαφὴ μὲ τὸν ἑλληνικὸ λόγο διότι διαπνέεται ἀπὸ τὸν κραδασμὸ καὶ τὴ θέρμη τοῦ πλέον εὐσυγκίνητου ἀνθρωπισμοῦ καὶ ἑνὸς ποιητικοῦ ὕφους μὲ γόνιμη φαντασία καὶ κατάνυξη. Μὲ λίγη προσπάθεια στὴν ἀρχή, παραδίνεται ὁ ἀναγνώστης στὴν περιγραφικὴ γοητεία καὶ ἀφήνεται νὰ εἰσχωρήσει κατόπιν ἀριστοτεχνικὰ στὰ κατάβαθα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἄλλωστε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τότε τοὐλάχιστον ποὺ ὑπάρχουν γραπτὰ μνημεῖα μὲ τὶς ὅποιες παραλλαγές της, εἶναι μία, ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετη. Παγκόσμιο γλωσσικὸ καὶ ἱστορικὸ φαινόμενο. Τὰ ὑπόλοιπα ἀντιρρήσεων ἀποτελοῦν ἰδεολογήματα μιᾶς ἄκριτης καὶ δόλιας πολιτικῆς εὐφυολογίας.
Μέσα στὴ γενικότερη θλιβερὴ πραγματικότητα ποὺ βιώνουμε, τὸ ἔργο τοῦ μπαρμπα-Ἀλέξανδρου μαζὶ μὲ τὸν ὑπόλοιπο ὀγκωδέστατο θησαυρὸ τῆς παράδοσής μας, ἀποτελοῦν τὴ ζωντανὴ ἐλπίδα. Αὐτά, δὲν μποροῦν νά μᾶς τὰ πάρουν ποτέ.