Τοῦ Ἀπόστολου Σαραντίδη.
Ὁ ὀρθόδοξος κόσμος τιμᾷ κάθε Ἰανουάριο τοὺς ἀδάμαντες τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ τὰ διαχρονικὰ πρότυπα τῆς Παιδείας τοῦ Γένους μας. Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Πρότυπα ἀξεπέραστα, ἰδιαίτερα σήμερα ποὺ τὸ ἄχρονο Νόημα ὡς ἡ μόνη ἔτυμη (ἀληθὴς) ἔννοια ἐξανεμίζεται μὲς στὴν ἀνέτυμη γραμμικὴ χρονολόγηση στὴν ταύτιση μὲ τὴν ἀναπαράστασή του, περιορίζοντάς την χωρὶς νὰ εἶναι θεραπευτικὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στοὺς εὐμετάβλητους καὶ τυχαίους κανόνες διακίνησης πολυώνυμων κενῶν σημείων χάριν μιᾶς ὠφελιμιστικῆς χρησιμοθηρίας τῆς διδαχῆς καὶ τοῦ ἀνυπότακτου χαρακτῆρα τῆς πραγματικότητας.
Μέσα ἀπὸ λογικοὺς μηχανισμοὺς παρανόησης κυριαρχούμενους ἀπὸ φαντασιακὰ προσομοιωτικὰ μορφώματα δυνητικῶν πραγμάτων καὶ πανπεριεκτικῶν ἰδεῶν μὲ λόγο μονότροπα καὶ μονότονα ἐπαμφοτερίζοντα, ἡ ψευδαισθησιακὴ ἀνασυγκόλληση ἑνὸς παρακμιακῆς ἀλλοτρίωσης θρυμματισμένου κόσμου προσδίδει τὴν εἰκόνα μιᾶς κοινωνίας ἀνυποψίαστης γιὰ ἐπερχόμενα δεινά.
Ὅταν τὸ ὑποκείμενο τῆς κοινωνικῆς ἐμπειρίας ἐκτινάσσεται τίς τελευταῖες δεκαετίες ἀπὸ πολιτικὲς ἀσυναρτησίες καὶ οἰκονομικὲς ψευδαισθήσεις σὲ τροχιὰ ἐκθετικῆς ἐπιτάχυνσης, ἡ Ἱστορία καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος ἡ σύγχρονη σύνδεσή της μὲ τοὺς τρεῖς Θεολόγους ὡς ἀλληλουχία ἐμπειριῶν καὶ εἰκόνων γίνεται ἕνα μὲ τὴ λήθη.
Ἡ ἀνήκεστος βλάβη στὶς σχέσεις τοῦ λαοῦ μας μὲ τὴν ἀπέραντη βιωματική του παράδοση καὶ ἡ ὑπονόμευση τῆς ζωτικῆς συνάφειας τοῦ λαϊκοῦ σώματος μὲ τὰ ἆθλα, τὸ ἦθος καὶ προπάντων τὸν διττῆς ἐνεργείας ἱλαροτραγικὸ ἀνθρωπολογικὸ τύπο τοῦ ἕλληνος τρόπου μὲ τὴ μαρτυρία καὶ πράξη τῶν ταπεινῶν ἀριστοκρατῶν ἐρημιτῶν πρωτοπόρων οἱ ὁποῖοι βιώνοντας ἐλεύθερα προσωπικὴ ἐμπειρία μὲ τὸν ἐθελόθυτο Ἀμνὸ προτυπώνουν πρότυπο καὶ ἄγουν ὁριοθετῶντας ὡς ποντοπόροι ὁδὸ καὶ πόρον πρὸς ἀλλήλους, εἶναι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος παραπάνω ἀπὸ φανερὴ καὶ κάποιες φορὲς ἀπεριόριστα σκανδαλώδης.
Αὐτή, πλήττει κυρίως τὴν ἱκανότητα τῆς ὁμαλῆς προσέγγισης μὲ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης καὶ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης καὶ συνύπαρξης, ποὺ τώρα πιὰ εἶναι πασιφανὲς ὅτι συντελεῖται διὰ παραγραφῆς καὶ μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες στὰ συντρίμμια τοῦ πλέον κυνικοῦ καὶ ἀνάλγητου ἀναχρονισμοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἐμφατικὴ ἐπαλήθευση ἑνὸς ὀργανωμένου ἀτομοκεντρικοῦ εὐσεβισμοῦ καὶ τὰ ἀποξηραμένα ἰδεολογήματα μιᾶς ἠθικονομικιστικὰ ἐπιβαλλόμενης ἀνθρωπιστικῆς ἀρχῆς ὡς ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος ἀπέναντι στὴ διαπροσωπικὴ σχέση τοῦ Θείου ἔρωτα κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ἐπιλογὴ συνειδητοὺς ἀναμέτρησης μὲ τὸ αἰώνιο αἴνιγμα καὶ πρόβλημα τοῦ θανάτου ὡς ἀνερμήνευτη ἀναγκαιότητα στὸν ὁρμέμφυτο προκαθορισμὸ τῆς ὕπαρξης, τὰ ὁποῖα διαχωρίζονται μεταξύ τους ἀπὸ ἱστορικὴ καὶ ὀντολογικὴ ἄβυσσο.
Ἄν καὶ ἄμετρα θησαυρίσματα παρέδωσαν στὴν οἰκουμένη, ὁ στραγγαλισμὸς τοῦ πνευματικοῦ στὴν ἀνθρωπολογία τῆς μετανεωτερικότητας ἀπογειώνοντας τὴν ἀπελπισία καὶ τὸν μηδενισμὸ μοιάζει νὰ ὑπερτερεῖ ἐνορμητικά, καθρεφτίζοντας ἐπάνω στὴν κοινωνικὴ φραγὴ τῆς ὑστερίας τίς ἀγωνίες, τὴν ὁμαδικὴ παράνοια καὶ τὴ μελαγχολία τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ σκοπούμενο τέλος στὸ ἄθλημα τῶν ἀνθρώπινων ἐπαφῶν καθορίζοντας ἔτσι καὶ τὸν βαθμὸ τῆς ἀπομόνωσης φευγαλέων ἀνακλάσεων σὲ ἕναν ἀνισόρροπο φυγόπονης καὶ μαχητικῆς ἰδιοτέλειας κόσμο.
Λόγια σκληρὰ καὶ δύσκολα; Ἴσως. Ἐδῶ ὅμως ποὺ κατάντησαν τὸν κόσμο μὲ ἀριθμητικὴ πρόοδο ὕστερα ἀπὸ τὸν δεύτερο μεγάλο πόλεμο οἱ πολιτυχάρπαστοι, τὰ ἄλλα ποὺ θὰ ταίριαζαν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τοῦ πεζοδρομίου.
Οἱ ἀνθρωπολογικοὶ τύποι ποὺ ἐνσαρκώνουν τὴν ἐντιμότητα, τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν ἀνιδιοτέλεια γίνονται σχεδὸν ἀδιανόητοι στὸν σύγχρονο κόσμο. Ὁ μανιχαϊκὸς παγκοσμιοποιημένα ἀλλοτριωμένος ἄνθρωπος χειραγωγούμενος καὶ ἀπὸ τὴ μαζικὴ πληροφόρηση συνταράσσεται ἀπὸ τὴ φαντασιακὴ οὐτοπία τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ ποὺ τοῦ ὑποβάλλει τὴν ἰδέα ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο μόνο γιὰ νὰ παράγει καὶ νὰ καταναλώνει. Οἱ ἀξίες θολὲς καὶ ἡ γενικευμένη διαφθορὰ νὰ καθίσταται δομικὸ καὶ ἐνδογενὲς πολιτικοοικονομικὸ χαρακτηριστικό. Λέξη γιὰ πνευματικὰ ἀγαθά!
Ἡ μετοχὴ τοῦ λογικοῦ ὑποκειμένου στὴν ὑπαρξιακὴ ἑνότητα πραγματικοῦ καὶ συνείδησης ὅπως τὴ βίωσε ὁ ἀρχαῖος κόσμος καὶ ὁ ἐπαναστατικὸς ἑλληνικὸς Λόγος στὴν ὑπηρεσία τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ὅπου τὸ ἄκτιστο ὑπεισέρχεται στὸ κτιστὸ καὶ τὸ ζωοποιεὶ χωρὶς νὰ θίγει στὸ ἐλάχιστο τὴ δημιουργικότητα καὶ τὸ ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο εἶναι πάντοτε οἰκουμενικὰ παρόντα διαμέσου τοῦ πολύτιμου ἔργου καὶ τοῦ βίου τῶν τριῶν Ἁγίων.
Ἡ σύγκρουση μεταξὺ ἰδεαλισμοῦ καὶ ματεριαλισμοῦ, ὀρθολογισμοῦ καὶ μυστικισμοῦ, τοῦ ἀνεικονίστου ἀσιατικοῦ πνεύματος καὶ τοῦ ἐξεικονίστου ἑλληνικοῦ, ἡ μέθεξη τοῦ Θείου μὲ τὸ ἀνθρώπινο, ἡ λογικότητα τῆς ἁρμονικῆς συμπαντικῆς κοσμιότητας, ἡ ἀναγνωριστικὴ μέθη τῆς γνώσης, ἡ κοινωνούμενη σχέση ὡς δυνατότητα καὶ ὄχι ἀναγκαιότητα, ἡ στοχοθεσία τῆς διαφυγῆς μεταξὺ αἰτίου καὶ αἰτιατοῦ, ἡ ζωτικὴ ἀγαπητικὴ ἀναφορικότητα τοῦ προσώπου, ὁ μανικὸς ἔρωτας πρὸς τὸν Δημιουργὸ τοῦ ἀπείρου καὶ διαμέσου αὐτοῦ στὴν αὐθυπέρβαση τῆς ἄπειρης ὑπερπροσφορᾶς πρὸς τὸν πλησίον ὡς γνήσιον τῆς εἰκόνας Του, παίρνουν τίς πραγματικές τους διαστάσεις στὸ τεράστιο ἔργο τῶν τριῶν Θεολόγων.
Ἀνούσιοι πομπώδεις ρητορικοὶ ἀκκισμοὶ καὶ στεῖρες βιογραφίες γιὰ τὴ γιορτὴ τῆς Παιδείας ἀκούγονται καὶ πάλι θὰ ἀκουστοῦν. Ἡ οὐσιαστικὴ προσέγγιση ἀπουσιάζει καὶ θὰ ἀπουσιάσει προκλητικὰ καὶ τὰ ρητορικὰ σχήματα τὴν ἑπομένη θὰ ξεχαστοῦν ἀφήνοντας πίσω τοὺς τρεῖς ἄσβεστους φάρους μὲ γυρισμένη τὴν πλάτη νὰ σκιάζει τὸν ψυχισμὸ καί τὸν νοῦ. Ἐκτὸς ἂν μεταστραφεῖ τὸ βλέμμα καὶ ἡ προσοχή.
«Ἀπὸ τὴν ἰδέα ὡς τὴν πράξη δὲν εἶναι παρὰ λίγη δύναμη. Ἕνα μούδιασμα τὰ ξεχωρίζει».