Πηγή : https://www.alithia.gr/politismos/moiroloi-poy-esose-sti-germaniki-katohi-ta-mesta-tis-hioy
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 εισβάλλει ο Χίτλερ στην Πολωνία. Μία – μία οι χώρες της Ευρώπης, αρχικά, μπαίνουν στον πόλεμο.
Στην Ελλάδα κυβερνά δικτατορικά ο Ιωάννης Μεταξάς. Απόστρατος Αξιωματικός, βάζει τη χώρα του πάνω από τη φασιστική ιδεολογία του και προετοιμάζει την Ελλάδα για πόλεμο, τασσόμενος όπως και ο Βασιλέας Γεώργιος ο Β’ με την πλευρά της θαλασσοκράτειρας Βρετανίας.
Μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» στις 15 Αυγούστου 1940 ο Μπενίτο Μουσολίνι στις 28 Οκτωβρίου 1940 αιφνιδιάζει τον σύμμαχό του Χίτλερ, εισβάλοντας στην Ελλάδα. Στα σακίδιά τους οι ιταλοί στρατιώτες έχουν τις στολές παρελάσεως, για να τις χρησιμοποιήσουν σε δύο μέρες στην Αθήνα.
Αυτές γίνονται σάβανα μετά την εποποιία του λαού μας στα βουνά της βορείου Ηπείρου. Ο Χίτλερ, με τον φόβο να μαζεύει τους Ιταλούς από την Αδριατική Θάλασσα, αναβάλλει την επιχείρηση εισβολής στη Ρωσία, κάτι που θα αποδειχθεί μοιραίο, γιατί θα τον βρει εκεί μετά ο «Στρατηγός Χειμώνας» και σπεύδει προς βοήθεια του ιδεολογικού του πατέρα, Μουσολίνι, κηρύσσοντας στις 6 Απριλίου 1941 τον πόλεμο στην Ελλάδα. Ο κόσμος με ανοικτό στο στόμα παρακολουθεί τον αγώνα του Δαυίδ με δύο Γολιάθ. Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγκάζεται να πει σε δημόσια ομιλία του στο Ράιχσταγκ στις 4 Μαΐου 1941: «Η ιστορική δικαιοσύνη μου επιβάλλει να διαπιστώσω ότι μεταξύ των εχθρών, που βρίσκονταν απέναντί μας, ο έλληνας στρατιώτης προ πάντων πολέμησε με το μεγαλύτερο θάρρος. Συνθηκολόγησε μόνον όταν η εξακολούθηση της αντίστασης ήταν πλέον αδύνατη».
Η Ελλάδα χωρίζεται σε τρεις ζώνες και αρχίζει η μαύρη Κατοχή. Η Μακεδονία βρίσκεται υπό την κατοχή των Βουλγάρων, όλη η υπόλοιπη Ελλάδα υπό ιταλική κατοχή πλην Αθηνών, Θεσσαλονίκης και νησιών του Αιγαίου, που βρίσκονται υπό γερμανική κατοχή.
Οι Γερμανοί, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Γοτθάλδο Βίνκλερ και δύναμη 750 ανδρών, στις 4 Μαΐου 1941 εγκαθίστανται στη Χίο. Ένα από τα φυλάκιά τους βρίσκεται στο λιμάνι των Μεστών.
Στο νησί θερίζει η πείνα, οι νέοι φεύγουν μέσω Τουρκίας, που παρέμενε ουδέτερη στον μεγάλο πόλεμο, και υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό, που βρίσκεται μαζί με την Κυβέρνηση στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου υπήρχε τότε ακμάζουσα ελληνική παροικία.
Τα χωριά δεν υποφέρουν από πείνα αλλά και εδώ η σκλαβιά είναι βαριά.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1943 το αντιτορπιλικό “Βασίλισσα Όλγα” και σε περιπολία με δύο βρετανικά αντιτορπιλικά, επιτέθηκε σε γερμανική νηοπομπή, κοντά στην Αστυπάλαια, με αποτέλεσμα τη βύθιση των φορτηγών πλοίων Paula και Ρluto.
Ειρωνεία της τύχης και του πολέμου. Οι Γερμανοί εκδικήθηκαν με βύθιση του Αντιτορπιλικού «Βασίλισσα Όλγα» με Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Γεώργιο Μπλέσσα στο Λακκί της Λέρου στις 26 Σεπτεμβρίου 1943.
Την επομένη 19 Σεπτεμβρίου 43 τα κύματα την επομένη βγάζουν στα βράχια, αλλά και στην αμμουδιά της Μερικούντας, 2 ή 3 Γερμανούς στρατιώτες, λιπόθυμους από το κρύο και την ταλαιπωρία. Οι Μεστούσοι τους μεταφέρουν στα σπίτια τους και τους περιθάλπουν αλλά ταυτόχρονα περισυλλέγουν και πάνω από 25 Γερμανούς, νεκρούς. Η στέρηση τους οδηγεί σε σύληση των πτωμάτων, κυρίως για τις πολύτιμες μπότες, που τόσο είχαν ανάγκη. Όμως στην περισυλλογή μπαίνουν και οι στρατιώτες του γερμανικού Φυλακίου. Τα πτώματα συγκεντρώνονται στον Μιλιτά και τρία καμιόνια φτάνουν από την πόλη να τους παραλάβουν. Μαζί τους και τζιπ Αξιωματικών, που ο επικεφαλής απορεί γιατί όσα πτώματα βρήκαν οι Μεστούσοι είναι… γυμνά και όσα οι δικοί του στρατιώτες… ντυμένα, αγριεύει και ζητά να ξεχωρίσουν αντίστοιχα παλληκάρια του χωριού, όσα και οι νεκροί στρατιώτες, κατά πάγια εντολή του Γκέμπελς, να εκτελούνται προς παραδειγματισμό τόσοι νέοι όσοι και οι γερμανοί νεκροί.
Το χωριό παγώνει. Σαν σκηνή αρχαίας τραγωδίας, θυμάται η Μαριάνθη Αλμυρούδη, που τότε ήταν 15 χρόνων, εμφανίζεται η Μαρίνα του Παννάδη (Πιπίδη κατά το επώνυμο του συζύγου της) και αρχίζει το μοιρολόϊ, όπως ήξεραν από γενιά σε γενιά οι κάτοικοι των νοτιοχώρων.
«Κλάψετε να τους κλάψουμε, γιατί δεν έχουν μάνα…» θυμάται η γιαγιά Μαριάνθη τα λόγια.
Έκλαιγε γοερά και τράβαγε τα μαλλιά της.
Το μοιρολόϊ ήταν σπαρακτικό, η γιαγιά Μαριάνθη το θυμάται απ’ έξω.
Οι Γερμανοί έχουν παγώσει, ο διερμηνέας τους κάνει τη μετάφραση, ο Αξιωματικός τους δακρύζει και εις επήκοον όλου του χωριού πετάει ένα ελληνικότατο «σκατά πόλεμος» και παίρνει τη φρουρά και τους νεκρούς Γερμανούς και φεύγει, «ξεχνώντας» τα αντίποινα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν την εποχή αυτή, η δύναμη των Γερμανών στη Χίο έχει μειωθεί κατά πολύ και βρίσκουμε Διοικητές τον υπολοχαγό Ούλιχ και τους Ανθυπολοχαγούς Σνάιντερ και Βίχολντ. Eπίσης Διοικητής της Γκεστάπο είναι ο Κούρτ Βίσπαρ.
Έπαιζε θέατρο η Μαρίνα του Παννάδη; Η γιαγιά Μαριάνθη δεν είναι σίγουρη. Ούτε η εγγονή της Μαρία Πιπίδη (μετέπειτα σύζυγος Ξενάκη) που τότε ήταν 6 χρόνων. Η γιαγιά μου, μας λέει, είχε τέσσερις γιους στον πόλεμο και δύο κοντινούς συγγενείς, σύνολο έξι νέους και μπορεί να έκλεγε γοερά επηρεασμένη από αυτό.
Όπως και να ‘χει ,υποστηρίζει ο Γιάννης Κέλλης, που τότε ήταν μαθητής της Α’ Γυμνασίου και γιος του Προέδρου του χωριού Γιώργη Κέλλη, το χωριό τη γλύτωσε. Συγγραφέας τρίτομου βιβλίου για τα Μεστά, ο Γιάννης Κέλλης, συνδυάζει τη συμπεριφορά των Γερμανών όχι μόνο με το καθοριστικό μοιρολόι, αλλά και με τη χρονική συγκυρία, που δεν ήταν ευνοϊκή για τους κατακτητές, αφού στο καθοριστικό ρωσικό μέτωπο, τα σοβιετικά στρατεύματα αντεπιτίθενται, διαπερνώντας τις ουγγρικές και ρουμανικές γραμμές βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά του Στάλινγκραντ, παγιδεύοντας τη γερμανική Έκτη Στρατιά του Πάουλους, που αναγκάζεται να παραδοθεί.
Η γιαγιά Μαριάνθη θυμάται, πάλι από την κατοχή, το κρύψιμο στο λιμένα των Μεστών δύο γυναικών, που είχαν φυγαδεύσει οι Εγγλέζοι για να τις παραλάβουν με υποβρύχιο, μετά από δύο εβδομάδες. Η μία από αυτές ήταν η θρυλική τραγουδίστρια της νίκης, Σοφία Βέμπο.
Μας λέει και αυτή την ιστορία ντοκουμέντο, που τη θυμάται λες κι έγινε… χθες.
Επιμέλεια: Γιάννης Τζούμας.
Εικονοληψία, επεξεργασία εικόνας : Kωστής Αναγνώστου