Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ήθελα από καιρό να πάω μέχρι το Ηράκλειο της Κρήτης για να δω από κοντά και να συζητήσω μ' αυτόν τον ιδιόρρυθμο Κρητικό που η μοναδική του πια σκέψη είναι να φύγει απ' την Ελλάδα. "Θέλω να μου κάνει τα εισιτήρια ένας Καναδός να πάω να δουλέψω στον Καναδά", λέει ο Κώστας, και συνεχίζει. "Σιχάθηκα πια εδώ τη βλακεία και την έχθρα που δείχνει ο κόσμος σ' αυτούς που ξεχωρίζουν. Άξιοι της τύχης τους είναι οι Έλληνες".
Πήγα τελικώς στην Κρήτη, την περασμένη εβδομάδα και, μεταξύ άλλων, δεν παρέλειψα να δω τον Κώστα και να μοιραστώ μαζί του τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του. "Θα βάλεις μπιπ σ' αυτά που θα σου πω;", με ρώτησε. "Δεν συνηθίζω να λογοκρίνω αυτά που λένε οι συνομιλητές μου. Αν εσύ θέλεις να πεις τα πράγματα με το όνομά τους, πες τα", του απάντησα. "Γι' αυτό μ' αρέσεις!", είπε αυτός, και ξεχύθηκε χωρίς φρένα στη λεωφόρο μιας χωρίς όρια εξομολόγησης.
Είχα προβληματιστεί στην αρχή καθώς, περπατώντας προς τον χώρο της συζήτησής μας, μου είπε ότι δεν θα μου αποκαλύψει λεπτομέρειες για τον τρόπο που επινόησε να "κλέβει" τον κόπο των μελισσών απ' την κυψέλη χωρίς να τις ενοχλεί, γιατί, όπως είπε, δεν ήταν αυτό το ζητούμενο εκείνη τη στιγμή. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα μπορούσα να μην δημοσιοποιήσω το περιεχόμενο της κουβέντας μας, αφού μια επινόηση χωρίς την περιγραφή της, θα ήταν σαν ομελέτα χωρίς αυγά. Του είπα τον προβληματισμό μου κι' εκείνος απάντησε. "Σε καταλαβαίνω. Κάνε όπως νομίζεις. Εγώ θα σου μιλήσω κι' εσύ θα αποφασίσεις τι θα κάνεις αυτά που θα σου πω".
Καθώς ο Κώστας άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της σκέψης του κατάλαβα πως δεν είχα κανένα λόγο να πετάξω την κουβέντα μας στα αζήτητα...