Θυμάται ο Μανώλης Χριστουλάκης.
Μερικοί θα το χαρακτηρίσουνε επιπολαιότητα, απερισκεψία, ακρισία, ελαφρότητα, άγνοια κινδύνων, αποκοτιά. Κανείς όμως δεν θα έχει δίκιο αφού δεν το’χει δοκιμάσει, δεν έχει την προσωπική πείρα, δεν το ’χει ζήσει. Έτσι τα συμπεράσματά του θα είναι λάθος.
Ο φόβος είναι έμφυτος και θα ήταν εξωπραγματικός όποιος θα τολμούσε να χαρακτηρίσει τον εαυτό του άφοβο, ατρόμητο. Ο άνθρωπος σχεδόν πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις αναζητά την παρουσία ενός συντρόφου. Αυτό δυναμώνει το αίσθημα της ασφάλειας και εξασφαλίζει σε δεδομένη στιγμή την βεβαιότητα παροχής βοήθειας.
Θα μπορούσε κανείς να δεχθεί ότι αυτό ισχύει ως κανόνας με πλήθος όμως εξαιρέσεων. Φοβίζει, πανικοβάλλει, τρομοκρατεί, ακόμη και η σκέψη, ότι μπορείς να βρεθείς μεσοπέλαγα, αρμενίζοντας μονάχος, μ’ένα μικρό σκάφος. Σε διαβεβαιώ όμως, φίλε αναγνώστη, ότι τρομοκρατήθηκα πιο πολύ όταν κάποτε βρέθηκα με ένα αυτοκίνητο, που έπαθε βλάβη και ακινητοποιήθηκε στη μέση μιας στέπας, που χωρίζει την Μαριούπολη από την Οδησσό. Τετρακόσια χιλιόμετρα από την πόλη που έφυγα και τριακόσια χιλιόμετρα από την πόλη του προορισμού μου. Ένας απέραντος κάμπος χωρίς αρχή και δίχως τέλος απλωνότανε γύρω μου η στέπα, επίπεδος, άκαμπτος, αλύγιστος, χωρίς ίχνος ψυχής, χωρίς πουλί πετάμενο, χωρίς ένα κλαρί. Μου πλάκωνε την ψυχή, μου σφιγγότανε η καρδιά, που πετάριζε άτακτα από τον φόβο. Ήτανε η τέλεια ερημιά, το χάος.
Κι ως έπεσε το σκοτάδι, μαύρο πηκτό σαν πίσσα, χωρίς καμμιά ανταύγεια στην άκρη του ορίζοντα, χωρίς ούτ’ ένα αστέρι να αντιφεγγίζει πάνωθέ μου, τότε πέρασε απ’ το μυαλό μου πως κάπως έτσι πρέπει να 'ναι το προαύλιο της κόλασης.
Κάποια στιγμή, μετά από πολλές ώρες αβέβαιης αναμονής και αγωνίας, στην άκρη της μαύρης αβεβαιότητας, σπινθηρίζει ένα αδύναμο φωτάκι. Αναθάρρησα κι ήλπισα, όμως, αυτό που μου φάνηκε ως «εξ ύψους βοήθεια», όταν πλησίασε ήταν ένας μαύρος σκοτεινός όγκος μιάς τεράστιας νταλίκας με δύο εκτυφλωτικούς προβολείς, που με προσπέρασε αδιάφορα, περιφρονητικά, εγκληματικά, χωρίς να δώσει καμμιά σημασία στις απελπισμένες μου χειρονομίες για βοήθεια. Στην απέραντη ρώσικη στέπα σε τέτοιες περιπτώσεις δεν σταματά κανείς να σε βοηθήσει, γιατί «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη». Έντεκα ώρες βάστηξε αυτό το μαρτύριο, ώσπου αυτοί απ’ όπου ξεκίνησα κι αυτοί που με περίμεναν, ανησύχησαν κι άρχισαν να μας ψάχνουν.
Κατά το μεσημέρι ένα περιπολικό της Αστυνομίας μας ανακάλυψε (!) ειδοποίησε ένα γερανό και κατά το σούρουπο, ρυμουλκώντας, έφθασα «καραβο-τσακισμένος» στην Οδησσό.
Και στο πέλαγος μπορεί να συμβεί κάτι από τα πιο απλά μέχρι τα πιο δύσκολα και επικίνδυνα, ίσως και μοιραία. Όταν αποφασίσεις ν’ αρμενίσεις μοναχός σου, βασίζεσαι στις ικανότητές σου, στην πείρα σου, στις ναυτικές και άλλες συναφείς γνώσεις σου, στην τόλμη σου και στην ελπίδα, που σιγοκαίει μέσα σου, ότι θα φθάσεις σ’ απάνεμο λιμάνι.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζεις με λεπτομέρεια τις δυνατότητες του σκάφους σου, την συμπεριφορά του στον πιθανό αντίξοο καιρό, την ισχύ των μηχανών του, τα όργανα ναυσιπλοΐας, τα σωστικά μέσα που διαθέτει το σκάφος, τους χάρτες της περιοχής προορισμού σου και όλο τον υπόλοιπο εξοπλισμό, που είναι απαραίτητος σε ένα σκάφος.
Πριν από κάθε ταξίδι, μοναχός ή όχι, επιβάλλεται μια επιμελημένη προετοιμασία, μελέτη και σχεδιασμός του «εγχειρήματος». Δεν ξεχνάμε το Δελτίο καιρού! Πάνω απ’όλα ,όμως, εκείνα που ζυγίζουν είναι το ψυχικό σου σθένος, η αποφασιστικότητά σου και η επίγνωση των κινδύνων του «εγχειρήματος». Τέλος απευθύνεις έκκληση στον Αίολο και τον Ποσειδώνα και εναποθέτεις τις ελπίδες σου στον Αϊ Νικόλα.
Με το «ΑΡΙΣΤΟΜΑΡΙΑ», ένα σκάφος γερμανικής κατασκευής, 12 μέτρα, με κοψιά και γραμμή ελκυστική, σαν όμορφη και κοκέτα γυναίκα, είχα επιχειρήσει να επισκεφθώ τη «μητρώα» γη αρμενίζοντας μονάχος. Απ’ όπου κι αν το κοίταζες, πρύμα, πλώρα, από πάντα (πλάϊ), σε γοήτευε το άψογο σκαρί του. Μέσα στα σπλάχνα του έκρυβε στοργικά την «καρδιά» του. Δύο πετρελαιομηχανές VOLVO που όταν τις «μαστίγωνες», ξεπετιότανε μια δύναμη από 600 ατίθασα άλογα!
Η εσωτερική του επένδυση ήταν ξύλινη, οι χώροι του άνετοι και στρωμένοι με παχιά μοκέτα. Διέθετε τρεις κρεβατοκάμαρες, μία τραπεζοκουζίνα με ηλεκτρικό φούρνο (θερμού αέρα), κουζίνα με τρία μάτια. Η τραπεζαρία είχε ένα καναπέ σε σχήμα Π (για πέντε άτομα) που περιέβαλε ένα μακρόστενο τραπέζι, «καταδυόμενο» μέχρι το ύψος του καναπέ, έτσι ώστε με ένα πρόσθετο στρώμα μετατρεπότανε σ’ ένα κρεββάτι για δύο.
Από το κατάστρωμα έμπαινες στο σαλόνι όπου υπήρχε ένας καναπές σε σχήμα Γ γύρω από ένα τραπέζι που αντί για πόδι διέθετε ένα ντουλάπι, χώρο για κάβα. Στη δεξιά μπροστά γωνία του σαλονιού βρισκότανε η κονσόλα με τα διάφορα όργανα ναυσιπλοΐας. Το ξύλινο κυκλικό οιακοστρόφιο, ο αυτόματος πιλότος, το RADAR, το όργανο προσδιορισμού στίγματος (LORAN) και το ραδιογωνιόμετρο, η γυροσκοπική πυξίδα, το VHS, που συνδέονταν μεταξύ τους και το ένα έδινε πληροφορίες στο άλλο, ακόμη η γυροσκοπική και μαγνητική πυξίδα, τα στροφόμετρα, το μιλιόμετρο, το βαρόμετρο, το ναυτικό ρολόϊ, η μαγνητική πυξίδα και το ταχύμετρο. Πρύμα απ’την κονσόλα υπήρχε ένα εργονομικό κάθισμα για τον οιακιστή (πηδαλιούχο, τιμονιέρη).
Στον έξω χώρο και γύρω από τις υπερκατασκευές υπήρχε ευρύχωρος διάδρομος, από πλώρη μέχρι πρύμνη. Στο πάνω μέρος του σαλονιού βρισκότανε η ευρύχωρη κόντρα-γέφυρα, εξοπλισμένη με τα βασικά όργανα ναυσιπλοΐας.
Ταξιδεύοντας με ένα επιβατηγό πλοίο δεν είσαι παρά μόνο ένα νούμερο από τις εκατοντάδες των επιβατών. Βρίσκεις κάπου ένα κάθισμα ή αν είσαι τυχερός παίρνεις μια καμπίνα, αλλά αλλοίμονό σου αν είναι εσωτερική και στο βάθος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας με κοινή τουαλέτα και «μεταφέρεσαι» αγεληδόν στον τόπο του προορισμού σου.
Βέβαια το πλοίο έχει και σαλόνια, όπου εκεί πολλοί αναιδείς έχουν απλώσει την αρίδα τους και συ μάταια ψάχνεις να βρεις μια θεσούλα ν’ αναπάψεις το ταλαιπωρημένο σου κορμί.
Υπάρχουν ακόμη και τα καταστρώματα, όπου εκεί μπορείς να κάνεις μια βόλτα, αν ο καιρός το επιτρέπει, ή ν'ακουμπήσεις στο παραπέτο (κουπαστή) και ν΄απολαύσεις τη θέα που προσφέρει η θάλασσα, η απέναντι στεριά ή τα νησιά ή το βράδυ να δοθείς στη γοητεία του φεγγαριού (αν υπάρχει) ή της αστροφεγγιάς, τα απόνερα η ακόμη και τα κύματα «αφ΄ύψηλού», αν το λέει η περδικούλα σου.
Όμως τη γοητεία του να κυβερνάς ένα σκάφος, μικρό ή μεγάλο, να έχεις την ευθύνη του, δεν θα τη νοιώσεις, δεν θα την αισθανθείς. Είναι το κάτι άλλο να είσαι ο «πρώτος» και «μοναδικός» που παίζει το παιχνίδι με όλες τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν.
Όταν αποφασίζεις να αναλάβεις την ευθύνη να ταξιδεύσεις με ένα σκάφος αναψυχής, θα πρέπει να έχεις συνείδηση όλων των κινδύνων και των προβλημάτων που μπορεί να συμβούν. Να προετοιμάσεις τα πάντα με σχολαστικότητα και με ενδιαφέρον και συνέπεια επιμελούς μαθητή, σαν να πρόκειται να ταξιδεύσεις σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Με όλα αυτά στη σκέψη μου αποφάσισα να προετοιμαστώ για να αρμενίσω μοναχός μου.
Είναι καλοκαίρι, Αύγουστος του 1983. Βρίσκομαι στην Ψάθη, στο λιμανάκι της Κιμώλου. Η άδειά μου έχει τελειώσει και πρέπει να επιστρέψω στη βάση μου, στον Πειραιά. Διάλεξα να ταξιδέψω νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, έτσι ώστε ξημερώματα, καλώς εχόντων των πραγμάτων ή όπως αλλιώς το λέμε «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος», να φθάσω στον Πειραιά.
Δέκα πέντε μέρες οι ετησίαι (μελτέμια) σαρώνουν με μανία το Αιγαίο αναγκάζοντας τα μικρά πλεούμενα να παραμείνουν «εν όρμω». Έτσι περίμενα να κόψουν οι βοριάδες για να ξεκινήσω. Συνήθως τα μελτέμια κοπάζουν σε μεγάλο βαθμό μετά τη δύση του ήλιου και ξαναδυναμώνουν με την ανατολή. Η μακαρίτισσα η λαλά (γιαγιά) μου, έλεγε ότι «τη νύχτα το μελτέμι ράβει το παπούτσι του».
Το σκαφάκι μου, το «ΑΡΙΣΤΟΜΑΡΙΑ», γερμανικής κατασκευής, δωδεκάμισυ μέτρα μήκος, δεν μου επέτρεπε αποκοτιές. Μ΄όλα αύτά στο μυαλό μου προετοίμασα την αναχώρησή μου.
Διάλεξα να ταξιδέψω νύχτα. Ήθελα να δοκιμάσω τον εαυτό μου και το σκάφος. Ριψοκίνδυνη απόφαση! Να δω πού ταιριάζουμε, πού διαφέρουμε, πού διαφωνούμε. Έλεγξα τα καύσιμα. Πάντοτε φρόντιζα οι δεξαμενές πετρελαίου να είναι γεμάτες. Το ίδιο ίσχυε και για τη δεξαμενή του νερού. Παρά το γεγονός ότι το βάρος των δύο τόνων (πετρέλαιο και νερό) επηρεάζει την ταχύτητα του σκάφους, εν τούτοις η πληρότητα των δεξαμενών σε κάνει να νοιώθεις ασφαλής, έστω κι αν το ταξίδι δεν είναι πολύωρο.
Η ώρα είναι 2 μετά τα μεσάνυχτα. Η Ψάθη κοιμάται. Τα μόνα που ακούγονται είναι τα τριζόνια και ο φλοίσβος. Πριν επιχειρήσω οτιδήποτε άλλο, κάθομαι στη θέση του «οιακιστή», βάζω το κλειδί στο διακόπτη της δεξιάς μηχανής, το γυρίζω μισή στροφή κι ανάβουν οι φωτεινές ενδείξεις, μισή στροφή ακόμη κι ακούγεται το μουγκρητό της μηχανής στη σιγαλιά της αυγουστιάτικης νύχτας. Σίγουρα κάποιοι που ελαφροκοιμόντουσαν, με το θόρυβο που ακούστηκε, όλο και κάτι θα ξεστόμισαν.
Το ίδιο έκανα και με την αριστερή μηχανή. Ανταποκρίθηκε κι αυτή. Σβήνω τις μηχανές και πιέζω το πλήκτρο που θέτει σε λειτουργία «την μπόμπα της άγκουρας», όπως τη λέγανε οι παλιοί ναυτικοί της Κιμώλου ή το βαρούλκο της άγκυρας ή ακόμη και το βιτζιρέλο, όπως λένε οι νεόκοποι άσχετοι «κρουϊζάδες». Όμως όταν πια έπρεπε η άγκυρα να σηκώνεται, ένα σκόρτσο μου λέει ότι η άγκυρα έχει μπλέξει κάπου στο βυθό. Τώρα τα βρήκαμε!
Βάζω εμπρός τις μηχανές, λασκάρω την καδένα και γυρίζω την «Αριστομαρία» απ’ την αντίθετη μεριά με τη σκέψη ότι με το «ανάποδα» θα ελευθερωθεί η άγκυρα. Όμως άδικος κόπος! Η άγκυρα έχει σφηνώσει κάτω από ένα βράχο κι αρνείται να υπακούσει. Οι διάφοροι χειρισμοί που έκανα δεν τελεσφόρησαν.
Εν τω μεταξύ ο θόρυβος των μηχανών ξύπνησαν μερικούς στα σπίτια της παραλίας κι ένας δεν δίστασε να ξεστομίσει « ε! βλάχο, πήγαινε να βοσκήσεις κανένα βόδι κι άσε τα πλεούμενα σ’ αυτούς που ξέρουν!». Εσβησα τις μηχανές και παρέμεινα μεσ΄τη μέση της Ψάθης άπραγος. Δεν μου έμενε άλλο από το να περιμένω την «εξ ύψους βοήθεια».
Κάθισα στην πλώρη και κοίταζα την καδένα, που οδηγούσε το βλέμμα μου στην άγκυρα. Άρχισε να φέγγει και με τα καθαρά νερά της Ψάθης διέκρινα τα νύχια της άγκυρας που ήταν χωμένα κάτω από μια μαλλιαρή πέτρα. Τι γίνεται τώρα καπτάν Μανώλη; Όχι τιποτ’ άλλο, αλλά θα ξυπνήσουνε οι άσπονδοι φίλοι, θα με δουν «αρόδο» και ακίνητο μεσ’ στην Ψάθη και θα γίνω ρεζίλΙ των σκυλιών, που θέλω να κάνω τον καπετάνιο και να ταξιδεύω και μονάχος!
Πάνω στην απελπισία μου ακούω ξαφνικά μια μηχανή να δουλεύει και βλέπω ένα επαγγελματικό ψαράδικο να ξεκινάει από τον μόλο. Ο ψαράς ξεκινούσε για το μεροκάματό του και βλέποντάς με αρκετή ώρα ακίνητο, έβαλε με το μυαλό του ότι κάτι μου συμβαίνει.
"Τι έπαθες γιατροκαπετάνιε;", μου ρίχνει το πρώτο καρφί, πέφτοντας δίπλα μου. "Το και το", του λέω. «Λάσκα την καδένα σου», μου παραγγέλλει, ενώ συγχρόνως περνά ένα βυθιζόμενο σχοινί «μπεντένι» γύρω απ ' αυτήν. Το αφήνει και βουλιάζει και το καλουμάρει μέχρι να φθάσει στην άγκυρα, στη ρίζα του στύπου. Μετά το λασκάρει και κάνει «ανάποδα αργά» ενώ οι δύο άκρες του σχοινιού είναι δεμένες δεξιά-αριστερά σε δυο «μπαμπάδες". Για μια στιγμή το σχοινί σκορτσάρει και ξεκολλάει την άγκυρα από τον βράχο. «Βίρα την άγκυρα και φύγε, καλό ταξίδι», μου φωνάζει.
Μ΄ ένα στεναγμό ανακούφισης βιράρω αργά την άγκυρα την φέρνω απάνω και την μποτσάρω καλού–κακού στην πλώρη. Πετιέμαι μέσα στο πιλοτήριο, βάζω εμπρός τις μηχανές και «πρόσω αργά» βγαίνω από την Ψάθη. Μόλις ξεμάκρυνα βάζω πλώρη κατά τον βοριά, αυξάνω προοδευτικά τις στροφές των μηχανών και το «ΑΡΙΣΤΟΜΑΡΙΑ» σε λίγο πιάνει τα 30 μίλια την ώρα και γλιστρά ανάλαφρα στη ήρεμη ακόμη θάλασσα. Σε λίγα λεπτά καβατζάρω το βορειοανατολικό ακρωτήριο της Κιμώλου, την «άκρα Ανατολή» όπως ονομάζεται επίσημα. Από δω όσοι κατευθύνονται για τον Πειραιά «χαράσσουν» νέα πορεία.
Στρέφω ελαφρά προς τ’αριστερά το «ΑΡΙΣΤΟΜΑΡΙΑ», έτσι που η πυξίδα μου να δείχνει 330 μοίρες. Συγχρόνως συντονίζω και συνδέω, ώστε να συνεργάζονται, όλα τα διαθέσιμα όργανα ναυσιπλοΐας. Ραντάρ, LORAN (σύστημα ευρέσεως στίγματος), αυτόματος πιλότος και διαφορικό ανεμόμετρο, συνδέονται μεταξύ τους και δίνουν συνεχώς στον κυβερνήτη πληροφορίες για την πορεία του σκάφους. Ρυθμίζω το Ραντάρ να «σαρώνει» μια περιοχή με ακτίνα 24 μίλια και να σημαίνει συναγερμό για κάθε αντικείμενο που «χτυπά» στα 3 μίλια. Η πράσινη οθόνη του Ραντάρ φωσφορίζει και απεικονίζει κατάπλωρα την Σέριφο, μπροστά δεξιά τη Σίφνο, αριστερά πίσω την Αντίμηλο και πίσω στην πρύμνη μου την Κίμωλο και την Μήλο που οι εικόνες τους συγχέονται μεταξύ τους. Το LORAN συνεχώς δίνει πληροφορίες για το στίγμα του σκάφους (γεωγραφικό πλάτος και μήκος), υπολογίζει την ταχύτητα (εκτός από το δρομόμετρο), μετρά το βάθος και ακόμη την απόσταση από τον τελικό προορισμό, δηλαδή τον Πειραιά.
Ο αυτόματος πιλότος διορθώνει διαρκώς την πορεία του σκάφους σε συνεργασία με το Ραντάρ και το LORAN. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγώ πήγα να κοιμηθώ και ν’ αφήσω το σκάφος να το κυβερνούν τα όργανα. Κάθε άλλο! Ερευνούσα τον ορίζοντα, αφουγκραζόμουνα τον ήχο των μηχανών και έλεγχα ασταμάτητα τα θερμόμετρα, τα στροφόμετρα και τις ενδείξεις των οργάνων. Δεν παρέλειψα να μειώσω τις στροφές των μηχανών, για οικονομία καυσίμων, με αποτέλεσμα η ταχύτητα του σκάφους να ελαττωθεί στα 20 μίλια την ώρα.
Κοιτάζοντας μπροστά τον ορίζοντα διαπιστώνω ότι πέρα στο βάθος το χρώμα της θάλασσας αρχίζει να «γερανίζει», να σκουραίνει. Δεν μου άρεσε γιατί αυτό εσήμαινε ότι έρχεται αέρας, ότι ξεκινά το μελτέμι. Η καθυστέρηση στην Ψάθη με το μπέρδεμα της άγκυρας θα έχει ως αποτέλεσμα να μην προλάβω να φθάσω έγκαιρα στον Σαρωνικό και να αποφύγω την ταλαιπωρία του μελτεμιού, που ερχότανε «επακμάζον». Δεν θα αργούσε η στιγμή της συνάντησής μας.
Παίρνω το ΕΛΛΑΣ-ΡΑΔΙΟ και ζητώ Δελτίο καιρού. Η απογοήτευσή μου είναι μεγάλη : «άνεμοι ΒΑ 5-6 μποφόρ, ενισχυόμενοι κατά τόπους στο Νότιο Αιγαίο μέχρι 7». Έχασα όλη μου τη διάθεση! Τώρα έπρεπε να σκεφθώ τι πορεία θα έπρεπε να ακολουθήσω και πού ν’ απαγκιάσω. Η συνάντησή μου με το μελτέμι δεν θ΄αργούσε νά 'ρθει.
Στην πλώρη μου είχα τη Σέριφο, σε απόσταση 20 μίλια περίπου. Ήλπιζα να προλάβω να πέσω στο απάγκιο της, από τη δυτική της ακτή, μια και ο άνεμος ερχότανε από ΒΑ, το συντομότερο δυνατόν και μετά να τραβερσάρω προς τα Θερμιά, από δυτικά, που θα μου προσέφεραν προστασία από τον ισχυρό κυματισμό που σίγουρα θα συναντούσα. Το μελτέμι όμως με πρόλαβε και σε λίγο άρχισαν τα δύσκολα.
Πρώτα-πρώτα έπρεπε να ελαττώσω την ταχύτητα του σκάφους, για να μην ταλαιπωρείται, γιατί και ο αέρας δυνάμωνε και τα κύματα μεγάλωναν. Είχα τον καιρό στη δεξιά μάσκα, κάτι που δεν ήταν και πολύ δυσάρεστο αλλά με την μικρότερη ταχύτητα που έπλεα η προσέγγισή μου στη Σέριφο θα καθυστερούσε και έτσι θα ήμουνα στη διάθεση του μελτεμιού. Τώρα έπρεπε να επικρατήσει με σύνεση και λογική η εκτίμηση των καιρικών δεδομένων, οι δυνατότητες του σκάφους και οι ικανότητές μου.
Μετά από δυο ώρες «έπεσα» σταβέντο της Σερίφου. Η αποθαλασσιά με βοήθησε ν΄αυξήσω την ταχύτητα, να ανακουφιστεί το σκάφος, έστω και για λίγο, και να συνέλθω κι εγώ γιατί ήξερα τι με περιμένει μετά από λίγη ώρα, όταν θα ΄πρεπε να διαπλεύσω το στενό μεταξύ Σερίφου –Κύθνου. Η ώρα δεν άργησε να ΄ρθει.
Μπροστά μου, κατάπλωρα, μανισμένο πια το μελτέμι μου είχε στήσει καρτέρι. Είπα στον εαυτό μου, "τώρα υπομονή, ψυχραιμία και όχι λάθη". Το ανεμόμετρο έδειχνε δύναμη ανέμου 6 μποφόρ και το κύμα κατρακυλώντας από το βόρειο Αιγαίο έφθανε μέχρι στιγμής το ενάμιση μέτρο. Μια κατάσταση όχι και τόσο ευχάριστη. Αλλά όταν μπεις στο χορό πρέπει να χορέψεις και μάλιστα όσο το δυνατό καλύτερα.
Το σκάφος, με τη φελλάδα πλώρη του, έσχιζε τα κύματα και εγώ προσπαθούσα να περνώ το λογκάδο κύμα όσο πιο απαλά γινότανε. Η τραβέρσα, ώσπου να «πέσω» κάτω από τον Αγιο Δημήτρη, το νοτιότερο ακρωτήριο της Κύθνου, κράτησε πάνω από μια ώρα.
Σκάφος και «κυβερνήτης» ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά μα τώρα, παραπλέοντας τη δυτική ακτή της Κύθνου, οι συνθήκες βελτιώθηκαν. Προορισμός μου τώρα ήτανε να απαγκιάσω σε κάποια «αγκάλη» της Κύθνου και από κει και πέρα να δω τι θα έκανα. Σαν τέτοιο καταφύγιο διάλεξα τον όρμο της Αποκρείωσης. Απέφυγα να μπω στο Μέριχα γιατί εκεί θα είχε ασφαλώς συνωστισμό και εξ άλλου η προσέγγιση των πλοίων της γραμμής δημιουργεί προβλήματα.
Μέσα στην Αποκρείωση επικρατούσε μια ανακουφιστική γαληνή, από πλευράς θάλασσας, ενώ το μελτέμι κατρακυλούσε απ΄ τις ομαλές πλαγιές των χαμηλών βουνών του νησιού, πότε –πότε με «σαγανάκια», (ριπές) χωρίς όμως να δημιουργούνται ιδιαίτερα προβλήματα.
Μπαίνω αργά μέσα στην «αγκάλη» και στο κέντρο της περίπου φουντάρω τη μια άγκυρα. «Καρατάρω» πού «καλεί» η καδένα και λασκάρω όσο παίρνει γιατί τα νερά είναι ρηχά και βυθός αμμουδερός, ενώ κάνω ανάποδα για να βεβαιωθώ ότι η άγκυρα χώθηκε στην άμμο και κρατά. Ένα σκόρτσο της καδένας με πείθει. Καλού-κακού όμως φουντάρω και μια δεύτερη εφεδρική άγκυρα, σε απόσταση από την πρώτη, ώστε να είμαι περισσότερο σίγουρος. Σβήνω τις μηχανές και κατεβαίνω στο μηχανοστάσιο για μια επιθεώρηση. Όλα έχουν καλώς.
Ανακουφισμένος αποφασίζω να ξαπλώσω λιγάκι στον καναπέ του σαλονιού, που γύρω-γύρω είχε παράθυρα και μπορούσα να βλέπω τα πέριξ, για να ξεκουραστώ, αφού «έκλεισα» όλα τα όργανα, εκτός του Ραντάρ, που το αφήνω να λειτουργεί με τον συναγερμό σε ακτίνα σάρωσης 200 μέτρα έτσι ώστε αν με πάρει ο ύπνος να με ξυπνήσει αν ζυγώνει κάποιος ανεπιθύμητος επισκέπτης. Πού ξέρεις τι γίνεται! Το σφύριγμα του ανέμου στις διάφορες κεραίες και εξωτερικά εξαρτήματα του σκάφους με νανούρισε και αποκοιμήθηκα και χωρίς να το καταλάβω παραδόθηκα στις αγκάλες του Μορφέα.
Κάποια στιγμή ξυπνώ ξαφνιασμένος από το στρίγκλισμα του συναγερμού του Ραντάρ. Ρίχνω μια ματιά και βλέπω να ζυγώνει ένα άλλο σκάφος αναζητώντας κι αυτό προστασία από τον φουρτουνιασμένο καιρό. Ησύχασα!
Είναι μεσημέρι και νομίζω πως είναι ώρα κάτι να τσιμπήσω. Σήμερα το συσσίτιο αποτελείται από ξηρά τροφή. Ψωμί, ντομάτα, τυρί και πεπόνι. Όλα ευπρόσδεκτα και εύγευστα. Γευμάτισα, ρεύτηκα (και καλοπορεύτηκα όπως έλεγε η λαλά μου) και βγήκα έξω στο κατάστρωμα να αναπνεύσω φρέσκο αέρα και να ρίξω μια ματιά στα πέριξ. Σιγά-σιγά η Αποκρείωση άρχισε να γεμίζει από σκάφη, που κυνηγημένα απ΄το μελτέμι αναζητούσαν καταφύγιο.
Πέρα στο βάθος η θάλασσα ανταριασμένη, αφρισμένη, έδινε μια εικόνα που μιλούσε από μόνη της για τον καιρό που επικρατούσε. Ο γέρο Ποσειδώνας διαφέντευε τα πελάγη και ο θείος Αίολος φούσκωνε και ξεφούσκωνε τα μάγουλά του, φυσώντας με όση δύναμη είχε, σκορπώντας ανησυχία στα μικρά πλεούμενα. Ρίχνω μια ματιά στις άγκυρες. Οι καδένες είναι τεντωμένες και πότε-πότε σκορτσάρουν καθώς ο άνεμος σπρώχνει το σκάφος. Η άγκυρα, σύμβολο της ελπίδας, δικαιώνει την προσωνυμία της.
Από το Ράδιο-ΕΛΛΑΣ παίρνω δελτίο καιρού. Τα νέα για την περιοχή δεν είναι ευχάριστα. Άνεμοι ΒΔ, 7 έως 8 στο στενό του Καφηρέα (Κάβο Ντόρο), το οποίο σημαίνει αναγκαστική παραμονή και διανυχτέρευση στην Αποκρείωση. Απ΄τα διπλανά σκάφη ακούγονται γέλια και χαρές από συντροφιές νεαρών και νεανίδων, που φορούσαν αδιάκριτα δια γυμνού οφθαλμού «μπανιερά» και είχαν παραδώσει τα νεανικά σφιχτοδεμένα κορμιά τους στο χάδι του μελτεμιού και του αυγουστιάτικου ήλιου. Κάποια στιγμή με χαχανητά και ξεφωνητά ρίχνονται ομαδικά στη θάλασσα για να χαρούν και το χάδι της κρυστάλλινης θάλασσας του όρμου. Εγώ απλώς χαιρόμουνα το θέαμα. Νομίζω ότι τώρα είχα το δικαίωμα να τραβήξω ένα μεσημεριανό υπνάκο.
Όταν ξύπνησα ήταν 6 η ώρα. Ο ήλιος στέκονταν ακόμη ψηλά και μια και είχα χωνέψει το μεσημεριανό μου αποφάσισα να κάνω και εγώ ένα μπάνιο. Ρίχνω το σκαλάκι της πρύμης, που φθάνει μέχρι τη θάλασσα και με προσοχή κατεβαίνω, δοκιμάζω με το πόδι μου τη θερμοκρασία της θάλασσας, την βρίσκω ανεκτή και με το μαλακό αφήνομαι να βουλιάξω μέσα στο νερό. Ήταν μια σκέτη αγαλλίαση!
Κολυμπούσα γύρω-γύρω από το σκάφος, δεν ξεμακρυνόμουνα για λόγους ασφαλείας, ενώ πότε-πότε βουτούσα και επιθεωρούσα τα ύφαλα της ΑΡΙΣΤΟΜΑΡΙΑΣ. Πρύμα-πλώρα, δεξιά και αριστερά, στα πλάγια και με ιδιαίτερη φροντίδα τα αξονικά και τις προπέλες. Ήμουν ευχαριστημένος γιατί όλα μου φάνηκαν σε καλή κατάσταση.
Βγήκα απ΄τη θάλασσα με ιδιαίτερο αίσθημα ευεξίας, ντύθηκα και κάθισα στο σαλονάκι βάζοντας μια κασέτα στο ραδιοκασετόφωνο του σκάφους για να ακούσω διακριτικά νησιώτικους, κιμουλιάτικους σκοπούς. Στα διπλανά σκάφη μετά το μπάνιο και το φαγητό επικρατούσε ησυχία. Φόρεσα ένα αλεξήνεμο και ανέβηκα στην κόντρα-γέφυρα να ρομαντζάρω. Το δειλινό, παρά το ότι ήταν Αύγουστος, ήταν ψυχρό και υγρό.
Ο ήλιος άρχισε να χρυσίζει τη δύση και το λυκόφως απλωνότανε απερίγραπτα φωτεινό μέχρι που όλα τα κάλυψε με τον πέπλο της η σκοτεινή νύχτα. Απ΄τη στεριά ακουγότανε η συναυλία των τριζονιών που τη συνόδευε πότε–πότε ο παραπονιάρης γκιώνης. Ο φλοίσβος συμπλήρωνε το ακρόαμα και πάνωθέ μου απλωνότανε ένας κατάμαυρος βελουδένιος ουρανός. Χιλιάδες αστέρια, με έντονα να ξεχωρίζουν οι διάφοροι αστερισμοί στον αφέγγαρο ουρανό, και πού και πού μερικοί διάττοντες να διασχίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τον ουράνιο θόλο.
Όταν είμαστε σχολιαρόπαιδα, ξαπλωμένοι στην αμμουδιά της Ψάθης στην Κίμωλο, τότε που δεν υπήρχε ηλεκτροφωτισμός, νοιώθαμε να μας μαγεύει, να μας γοητεύει ένας κατάμαυρος ουρανός στολισμένος με αμέτρητα διαμάντια και παραδινόμαστε στα παιδικά μας ονειροπολήματα, όσα μπορεί να είχαμε τότε. Ξαφνιαζόμαστε όταν ένα άστρο έπεφτε (διάττων) και ξεφωνίζαμε έντρομοι: «το δικό μου στερεό», γιατί επικρατούσε τότε η αντίληψη ότι όταν έπεφτε ένα άστρο πέθαινε ένας άνθρωπος.
Τα ίδια συναισθήματα με πλημμύριζαν και τώρα, στα μύχια του υποσυνείδητου χαραγμένα, τώρα που στην ώριμή μου ηλικία μου δινότανε η ευκαιρία να απολαύσω ένα μαγευτικό βράδυ καθισμένος στην κόντρα-γέφυρα της ΑΡΙΣΤΟΜΑΡΙΑΣ.
Η νύχτα είχε προχωρήσει και σκέφτηκα ότι ήταν ώρα να δειπνήσω και να κοιμηθώ νωρίς γιατί έπρεπε πρωί-πρωί, εάν ο καιρός το επέτρεπε, να βάλω πλώρη για τον Πειραιά. Μέχρι εδώ καλά, άναψα και τον εφίστιο φανό, όπως προβλέπουν οι κανονισμοί αγκυροβολίας «εν όρμω», και έγειρα να κοιμηθώ στο γνωστό μας... ανάκλιντρο! Στον καναπέ του σαλονιού. Αποκοιμήθηκα γρήγορα αλλά μέσα στη γλύκα του ύπνου μου ξυπνάω ξαφνικά από φωνές, τραγούδια και μουσική στη διαπασών, που έρχονταν από δυο διπλανά σκάφη που είχανε πλευρίσει το ένα το άλλο και οι επιβάτες τους είχαν γίνει μια μεγάλη παρέα. Τώρα τα βρήκαμε!,είπα. Πάει ο ύπνος μου, πάει η ξεκούρασή μου, πάει το αυριανό μου πρόγραμμα. Τόμπολα!
Προσπαθούσα μάταια να βρω ένα τρόπο να απαλλαγώ από τον ηχητικό εφιάλτη αλλά πού! Κατέβηκα κάτω στην καμπίνα, έκλεισα και το πορτάκι της, αλλά μάταια! Αυτά τα δαιμονικά ηχητικά περνούσαν και το πέτσωμα του σκάφους και ησυχία δεν εύρισκα. Αποφάσισα να το ξεπεράσω, λέγοντας στον εαυτό μου «ε, γλέντησε και εσύ μ΄αυτά που ακούς έστω από μακριά, έστω και μονάχος».
Η νύχτα προχωρούσε, οι ώρες περνούσαν και οι γείτονες ησυχασμό δεν είχαν. Κατά τις πέντε πια τα ξημερώματα δέησε να ησυχάσουν τα ανήσυχα. Άρχισε να φέγγει! Βγαίνω στο κατάστρωμα και ρίχνω μια ματιά στα γύρω, άκρα ησυχία, όλοι πια εξουθενωμένοι κοιμόντουσαν.
Έχω και τα κιάλια μαζί μου, ανεβαίνω στην κόντρα-γέφυρα και κοιτάζω κατά το πέλαγος. Η θάλασσα φαίνεται κάπως να έχει ηρεμήσει και ο αέρας είναι πιο μαγκάδος. Δεν περιμένω άλλο! Βάζω εμπρός τις μηχανές, βιράρω τις άγκυρες και μην τον είδατε.
Βγαίνω αργά από την Αποκρείωση και βάζω πλώρη για τον Πειραιά. Καβατζάροντας το δυτικό ακρωτήρι της Κύθνου ήρθα αντιμέτωπος με το στενό του Κάβο Ντόρο. Υπάρχει ακόμη ένας κυματισμός, κατάλοιπο της προηγούμενης θαλασσοταραχής, αλλά δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα. Αρμενίζω με την επιτρεπομένη ταχύτητα ελπίζοντας ότι θα προλάβω, πριν δυναμώσει το μελτέμι, να βρεθώ στο απάγκιο της Αττικής. Τα σημάδια δείχνουν ότι και σήμερα θα δυναμώσει το μελτέμι. Ο άνεμος σιγά-σιγά δυναμώνει και ο κυματισμός ακμάζει. Η ΑΡΙΣΤΟΜΑΡΙΑ, με τον καιρό στην δεξιά μάσκα, αρμενίζει άνετα.
Χρειάζομαι δυόμισι ώρες να φτάσω στον Πειραιά. Αριστερά μου απλώνεται το μακρόστενο, ακατοίκητο και αφιλόξενο νησί, το Σαντζώρτζη (Άγιος Γεώργιος), που απέχει τριάντα μίλια από τον Πειραιά. Σε λίγο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα έχω περάσει το δύσκολο στενό του Καφηρέα και η όμορφη Αττική θα μου προσφέρει την προστασία της. Στο κομμάτι αυτής της διαδρομής απαιτείται εξαιρετική προσοχή γιατί εκατοντάδες μεγάλα και μικρά πλεούμενα κινούνται στον Σαρωνικό.
Παραπλέοντας τις Φλέβες βρίσκομαι ένδεκα μίλια από τον Πειραιά και ελπίζω σε μισή ώρα να «εισπλεύσω» στη μαρίνα Ζέας. Ήδη στην οθόνη του Ραντάρ διακρίνω τη «μπούκα» της μαρίνας την οποία και πλησιάζω ακάθεκτος! Η ώρα είναι οκτώ και μετά από ένα ταξίδι τριών ωρών μπαίνω στη μαρίνα και πλέοντας αργά φθάνω στο μόνιμο αγκυροβόλιό μου. Φούντα την άγκυρα! Με το «ανάποδα» μπαίνω στο αγκυροβόλιό μου. Ένας ναύτης από το πλαϊνό σκάφος πιάνει τον κάβο που του πετάω, τον δένει στη δέστρα και αισθάνομαι την πρώτη ανακούφιση απ΄το αρμένισμά μου. Σβήνω τις μηχανές και όλα τα όργανα ναυσιπλοΐας και τώρα αρχίζει άλλη εργασία.
Η ΑΡΙΣΤΟΜΑΡΙΑ είναι βουτηγμένη στο αλάτι, πρέπει με τη μάνικα να την ξεπλύνω με φρέσκο νερό και να στεγνώσω μετά όλα τα εξωτερικά μεταλλικά, κάγκελα κλπ. Οι αγγαρείες δεν σταματούν εδώ. Ο καθαρισμός του εσωτερικού είναι απαραίτητος και μια επιθεώρηση του σκάφους αναγκαία. Μετά θα δούμε τι θα κάνουμε και με τον κυβερνήτη. Το γεγονός είναι ότι είμαστε τώρα, σκάφος και πλήρωμα(!), ασφαλείς σε σίγουρο λιμάνι.