Κείμενο- φωτογραφίες - αεροφωτογραφίες : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Αναδουλειά, έλλειψη χρημάτων, απογοήτευση, μελαγχολία. Όλη η Ελλάδα από αυτά πάσχει τον τελευταίο καιρό. Δεν θα μπορούσα εγώ να αποτελέσω, βεβαίως, εξαίρεση. Καθόμουν λοιπόν προβληματισμένος στο γραφείο μου και κοιτούσα αφηρημένος το ιπτάμενο βαρκάκι, όταν μου ήρθε η φαεινή ιδέα να... πετάξω! Βάρκα ιπτάμενη στην Ηλιούπολη, όμως, δεν γίνεται. Τηλεφώνησα λοιπόν στον φίλο μου Γιώργο Ντέτσικα στα Σύβοτα : "Λέω να κάνω μια βόλτα μέχρι εκεί, να πετάξω με το ιπτάμενο βαρκάκι μου, μπας και βγάλω κανένα φράγκο (το βιολί μου εγώ με τις δραχμές), τι λες"; "Και δεν έρχεσαι βρε Ιωσήφ, τι να σου πω; Έχει κόσμο εδώ, τώρα μάλιστα με το άνοιγμα της Εγνατίας είναι περισσότερος από άλλες χρονιές, αλλά τους βλέπω λίγο διστακτικούς. Κυκλοφορούν, αλλά δεν ξοδεύουν. Έλα όμως, πιστεύω ότι θα δουλέψεις. Είναι πρωτότυπο αυτό που κάνεις άλλωστε". Αυτά μου είπε ο φίλος μου κι' εγώ δεν ήθελα πολύ να αρχίσω τις ετοιμασίες...
Πήγα, κατ' αρχάς, στην εφορία και έκανα την ανάλογη επέκταση δραστηριότητας. Πολύ το θέλεις, σκέφτηκα, να πετάξει μαζί μου κάποιος του Σ.Δ.Ο.Ε. και να ζητήσει απόδειξη; Άντε μετά καθάρισε! Μου βγήκε βεβαίως κοινώς το λάδι, μέχρι να κάνω την επέκταση και να τρυπήσω αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, μ' εκείνη την γεροντοκόρη προϊσταμένη που βρέθηκε για κακή μου τύχη μπροστά μου, αλλά τελικώς, μετά από τέσσερις ημέρες άγριο κυνηγητό, πέτυχα το αυτονόητο! Δεν μπορούσε βλέπετε να χωνέψει η "δεσποινίς" πώς γίνεται μια βάρκα να πετάει! Έστειλα και μια επιστολή στο Λιμεναρχείο των Συβότων, για να μην πουν μόλις με δουν "βρε καλώς τον, ποιος είσαι εσύ"; και αφού όλα αυτά τα ανιαρά πλην όμως απαραίτητα τελείωσαν, φορτώσαμε κάποια στιγμή με την καπετάνισσα όλα τα συμπράγκαλα στο camper, ανέβασα το παπί στη σχάρα, κοτσάρισα και το ιπτάμενο στον κοτσαδόρο και νά' μαστε στην Αττική Οδό...
Για να πω την αλήθεια, μόνο στην Αττική Οδό πληρώνω διόδια. Ίσως γιατί εκτίμησα τον άμεσο τρόπο με τον οποίον αντέδρασαν τότε στην επιστολή μου για μείωση των τελών διοδίων στα αυτοκινούμενα, ίσως γιατί δεν έχω να τους προσάψω κάτι σχετικό με την ποιότητα κατασκευής του δρόμου, πάντως πληρώνω αδιαμαρτύρητα. Αυτή τη φορά όμως η φωτεινή πινακίδα έδειξε 2,80 ευρώ. "Ακρίβηναν"; ρώτησα την ταμία. "Μάλιστα κύριε, ακρίβηναν τα τέλη από χθες κατά δέκα λεπτά". "Θα αυξήθηκε φαντάζομαι κι' ο μισθός σας ε"; "Όχι βέβαια! Αυτός παρέμεινε ως είχε"... Αλλοίμονο...
Παρακάμψαμε τα διόδια της Ελευσίνας, από συνήθεια πια και όχι μόνο για να μη πληρώσουμε το χαράτσι, και αγοράσαμε τα απαραίτητα πια, και καθιερωμένα, μύδια στο Νεράκι. Στο ύψος της Κινέττας μπήκαμε στην εθνική, χωρίς να πληρώσουμε. Δεν πρόλαβαν να βάλουν κι' εκεί ταμείο. Περίεργο... Στο Ζευγολατειό περάσαμε αβρόχοις ποσί, με τις υπαλλήλους να συνεχίζουν να απαγγέλουν το γνωστό ποίημα: "Περιμένετε να υπογράψετε το έντυπο και να δώσετε τα στοιχεία σας", κι' εμένα να δίνω τον αριθμό κυκλοφορίας, να τις χαιρετώ και να φεύγω. Βιολί κι' αυτό! Δεν βαρέθηκαν να ψάλλουν διαρκώς το ίδιο τροπάριο και να απειλούν; Ένας δρόμος χειρότερος κι' απ' τα ορεινά μονοπάτια της αιματοβαμένης Πίνδου, χωρίς δεύτερη λωρίδα, χωρίς μπάρα προστασίας, χωρίς τουαλέττα και νερό στους χώρους parking, με παγκόσμιο ρεκόρ θανάτων και αναπήρων, κι' αυτοί να θέλουν και χρήματα από πάνω! Γαϊδουριά... (τι φταίει και το καϋμένο το τετράποδο;).
Τράβηξα πάντως μερικές φωτογραφίες απείρου κάλλους από τον δρόμο-καρμανιόλα, για να μου υπενθυμίζουν σε ποια χώρα εργολάβων ζω, και με μέσο όρο ταχύτητας τα 60 χιλιόμετρα ανά ώρα φθάσαμε με τα πολλά στο Ρίο. Τις περισσότερες φορές ενισχύω τις "παντόφλες" και αποφεύγω τη γέφυρα. Αυτή τη φορά όμως το μήκους δεκατεσσάρων μέτρων ρυμουλκό μετά ρυμουλκουμένου "δεν έλεγε" να μπαρκάρει στο φερυμποτάκι και να έχουμε ανεπιθύμητα στριμωξίδια και γραντζουνίσματα. Περάσαμε λοιπόν απ' τη γέφυρα, καταβάλαμε 12,20 ευρώ - 4.157 δρχ. για να το καταλάβω καλύτερα (το τρέϊλερ δεν χρεώθηκε γιατί δεν ήταν, λέει, ψηλότερο από δύο μέτρα, βρε μανία με το ύψος) και μετά άρχισε η Παλιοβούνας ανάβασις. Μπροστά οι νταλίκες, πίσω τα ι.χ., πιο πίσω εμείς. Κονβόϋ σωστό. Δεν μας κυνηγούσε όμως ο χρόνος, κι' έτσι απολαύσαμε δεόντως αυτή την αυτοκινητοπομπή μέχρις ότου βγήκαμε στα ισιώματα του Μεσολογγίου και αποφασίσαμε να σταματήσουμε για λίγο σε κάποιο από εκείνα τα παραπήγματα που πουλάνε καρπούζια και ζαρζαβατικά για τις απαραίτητες προμήθειες.
Κι' εκεί που περιμέναμε να μπλέξουμε στα περίχωρα και τις γειτονιές του Αγρινίου, μια πινακίδα μας έριξε στο καινούργιο τμήμα της Ιονίας Οδού που παρακάμπτει όλη αυτή την περιοχή και συμβάλλει στην εξοικονόμηση καυσίμων, χρόνου και εκνευρισμού. Για να είμαι ειλικρινής, το τμήμα εκείνο του δρόμου δεν έχει όμοιό του στην Ελλάδα. Και χωρίς διόδια μάλιστα! (δεν θα αργήσουν, φαντάζομαι, να μπουν κι' εδώ οι μπάρες των επιτήδειων). Εκπληκτικός ασφαλτοτάπητας, δυόμισυ λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, μπάρα ασφαλείας. Οι τουαλέττες βεβαίως απουσιάζουν κι' εδώ (είναι μάλλον ακριβά τα κουβούκλια αυτά, αλλοιώς δεν εξηγείται η απουσία τους) αλλά το camper έχει τη δική του, κι' έτσι το κακό ήταν μικρό για μας, ενώ η συμμετοχή μας στην οσμή της... αμμωνίας, που κυριαρχεί στα parking των "εθνικών" μας οδών, ανύπαρκτη.
Φθάσαμε πολύ πιο γρήγορα από όσο είχα υπολογίσει στην Αμφιλοχία, και ακολουθήσαμε τη δυτική ακτογραμμή του Αμβρακικού με κατεύθυνση προς Πρέβεζα. Καταθέσαμε και πάλι τον οβολό μας στην υποθαλάσσια σήραγγα του Άκτιου (8 ευρώ στο πήγαινε, 5 ευρώ, περιέργως, στο έλα - είναι τρελλοί αυτοί οι Γαλάτες) και στο ύψος της Νικόπολης μπήκαμε σε ένα άνοιγμα του δρόμου αριστερά, πάνω απ' τη θάλασα, και απολαύσαμε τις χάρες του camper. Σας το έχω ξαναπεί. Όπου γης και πατρίς αυτά τα αυτοκίνητα! Δροσιά πελαγίσια, με το ανοικτό παράθυρο να ατενίζει το απέραντο γαλάζιο, κι' εμείς να καταβροχθίζουμε αυτά που είχε την καλωσύνη να ετοιμάσει στα γρήγορα η καπετάνισσα. Τι να σας πω; Μόνο όσοι έχουν camper μπορούν να με νοιώσουν. Τόση απόλαυση, που να χρειάζεται να πληρώσεις τόσο λίγα, δεν νομίζω ότι μπορείς να εισπράξεις με άλλο μέσο...
Φθάσαμε στα Σύβοτα, αφού περάσαμε πρώτα απ' την Πάργα. Μπλέξαμε όμως έτσι λίγο με τους στενούς δρόμους, τις στροφές και τις ανηφόρες. Τραβούσαμε βλέπετε πίσω μας και το έξι μήκους ιπτάμενο. Κανονικώς θα έπρεπε να προτιμήσουμε τον δρόμο που περνάει απ' την Πλαταριά, αλλά η καπετάνισσα ήθελε Πάργα και δεν μπορούσα να της χαλάσω το χατήρι. Καταφέραμε, με αρκετή δυσκολία, να κάνουμε σλάλομ στα στενά δρομάκια, να φθάσουμε στο λιμάνι, και να παρκάρουμε πίσω από έναν άλλο "συνάδελφο". Το μέρος ειδυλλιακό, πρόβλημα parking στο λιμάνι δεν υπήρχε, κι' εμείς για το βράδυ προτιμήσαμε να παρκάρουμε το camper στο βορειοδυτικό άκρο του προβλήτα (παρ' όλες τις απαγορευτικές πινακίδες για camping). Γρήγορα βεβαίως καταλάβαμε πως στην περιοχή ευδοκιμεί ένα είδος λιλιπούτειου, αλλά πολύ εκνευριστικού και επίμονου, κουνουπιού, κι' έτσι λάβαμε τα μέτρα μας (σίτες, αντικουνουπικό κ.λπ.) αφού πρώτα φροντίσαμε να κηδεύσουμε δύο απ' αυτά που είχαν προλάβει να τρυπώσουν στη σοφίτα.
Τα βράδυα ήταν δροσερά και ήσυχα, παρ' όλη τη ζέστη και το βουητό του κόσμου την ημέρα, ενώ γρήγορα ανακάλυψα και την πηγή τροφοδοσίας μας με νερό, σε μια απ' τις βρύσες παροχής για τα σκάφη αναψυχής. Το εικοσάλιτρο δοχείο, και το παπί βεβαίως, έκαναν τη μεταφορά του νερού παιγνίδι. Κατά τα άλλα, στα Σύβοτα υπάρχουν τα πάντα. Και γι' αυτούς που προτιμούν να τρώνε on board, και γι' αυτούς οι οποίοι δεν θέλουν να μπαίνουν στη διαδικασία του μαγειρέματος. Πολύ όμορφες ταβέρνες και καφετέριες για κάθε γούστο. Μια πόλη με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αλλά ήσυχη, που δεν προσελκύει τον τουρίστα του σακκίδιου.
Ξενοδοχεία πολλών αστέρων καταλαμβάνουν τις γύρω καταπράσινες πλαγιές και παραλίες, με γαλαζοπράσινα φιορδ να τρέχουν ανάμεσα στα νησάκια της περιοχής. Μια περιοχή εξαιρετικής ομορφιάς που είχα την τύχη να δω και από ψηλά! Και, μαζί με μένα, και οι λιγοστοί που πρόλαβαν να πετάξουν μαζί μου. Και λέω λιγοστοί, γιατί εκεί που το ιπτάμενο έγινε γνωστό στην περιοχή και άρχισε να εκδηλώνεται ενδιαφέρον, εμφανίστηκε η κ. Χρυσάνθη και κατέβασε τις μπάρες. Ποια ήταν η κ. Χρυσάνθη; Μια κοντή και ευτραφής ανθυπασπιστής από το Σούλι, η οποία εκτελούσε χρέη λιμενάρχη, λόγω της απουσίας του προϊσταμένου της. Φτάνει όμως, ως εδώ...
Οι παραλίες της περιοχής είναι αναρίθμητες. Το ίδιο και τα κολπάκια. Όσοι δεν διαθέτουν δικό τους πλεούμενο, έχουν τη δυναότητα να νοικιάσουν ένα βαρκάκι και να κάνουν τους Ροβινσώνες. Το περίεργο είναι ότι ενώ όλες οι παραλίες μοιάζουν από μακρυά (ή από ψηλά, στη δική μου περίπτωση) με αμμουδιές, όταν περπατήσαμε σ' αυτές διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για χαλίκι ή, στην καλύτερη περίπτωση, για βότσαλο. Αυτό έγινε, ας πούμε στην εκπληκτικής ομορφιάς "Bella Βράκα", την οποία έχει καταλάβει ένα πεντάστερο επώνυμο ξενοδοχείο. Αν δεν φοράς κάποιο είδος παπουτσιού για τη θάλασσα, με δυσκολία μπορείς να περπατήσεις στην παραλία του. Ο δε βυθός, καίτοι πολύχρωμος και ελκυστικός, δεν προσφέρεται για περπάτημα και παιγνίδι γιατί είναι βραχώδης και ρηχός. Προνομιούχοι φαίνεται να είναι οι κάτοχοι των σκαφών αναψυχής, οι οποίοι φουντάρουν στα ανοικτά, κάνουν το μπάνιο τους στα υπέροχα νερά της περιοχής και επισκέπτονται την πόλη με τα μικρά βοηθητικά φουσκωτά τους.
Υπάρχουν δύο δημοτικοί χώροι στάθμευσης μέσα στα Σύβοτα. Ο ένας μάλιστα από αυτούς είναι και σκιερός, προσφορά των ελαιόδενδρων που υπάρχουν εκεί. Και στους δύο υπάρχει ένα συμβολικό ημερήσιο κόστος δύο ευρώ. Παροχές βεβαίως δεν υπάρχουν και τα σημεία αυτά μάλλον δεν προσφέρονται για διακνυκτέρευση, αφού βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τα κέντρα διασκέδασης και τον κεντρικό δρόμο του οικισμού. Εμείς πάντως προτιμήσαμε τη γαλήνη του ακρομώλιου, με την αύρα της θάλασσας να μας νανουρίζει και να μας δροσίζει...
Δεν θα σας εξιστορήσω τι ακριβώς έγινε με τις λιμενικές αρχές στα Σύβοτα και στην Ηγουμενίτσα, όπου οδηγήθηκα συνοδεία (ευτυχώς δεν μου φόρεσαν χειροπέδες!), γιατί θα εκνευριστώ (για δεύτερη φορά) και δεν μου αξίζει. Σημασία έχει ότι οι πτήσεις μου έληξαν άδοξα, την τρίτη μόλις ημέρα της παραμονής μας στα Σύβοτα, γιατί κάποιος ντόπιος ενοχλήθηκε, προφανώς, από την παρουσία του "ξένου", που βρήκε αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο να διασκεδάσει τον κόσμο, και απευθύνθηκε στο λιμεναρχείο για τα περαιτέρω.
Ο λιμενάρχης Ηγουμενίτσας, μετά από εξονυχιστική έρευνα (μόνο σωματική έρευνα δεν μου έκανε!) και αφού διεπίστωσε ότι όλα τα έγγραφα που του έδωσα ήταν απολύτως εντάξει, ανακάλυψε πως το πέρασμα από τα Σύβοτα μέχρι την Κέρκυρα είναι δίοδος πλοίων και, ως εκ τούτου, οι πτήσεις μου στην περιοχή αυτή εγκυμονούν προφανείς κινδύνους για τη ναυσιπλοία! Τι κι' αν του έλεγα πως η βάρκα μου πετάει και δεν πλέει, τι κι' αν τον ρωτούσα γιατί δεν σταματάει και την κυκλοφορία των αεροπλάνων και των ελικοπτέρων αφού οι πτήσεις στον δίαυλο εγκυμονούν κινδύνους, τι κι' αν επικοινώνησε μαζί του ο διευθυντής Λιμενικής Αστυνομίας απ' το Υπουργείο, τίποτε αυτός, αμετακίνητος!
Τα μαζέψαμε λοιπόν και επιστρέψαμε στην Αθήνα γιατί, αφ' ενός μεν δεν ήθελα να δώσω συνέχεια και να δημιουργήσω προβλήματα στον φίλο μου Γιώργο Ντέτσικα, αφ' ετέρου δεν ήθελα να χαλάσω τη διάθεσή μας εν' όψει των καλοκαιρινών διακοπών. Η έγγραφη όμως αναφορά μου κατετέθη ήδη στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και στον διοικητή της Λιμενικής Αστυνομίας και περιμένω τώρα τις απαντήσεις τους...