Κείμενο - Φωτογραφίες - Βίντεο : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Μουσική : Γιώργος Ρήγος.
Τελευταία φορά που πήγαμε στη Φολέγανδρο ήταν τον Μάϊο του 2002. Μέσο μεταφοράς μας ένα φουσκωτό σκάφος "Apache", που χρειάστηκε κάτι λιγότερο από τρεις ώρες για να καλύψει την απόσταση των 85 περίπου ν. μιλίων που χωρίζουν την Ανάβυσσο από τον Καραβοστάση της Φολεγάνδρου. Ένα αξέχαστο ταξίδι πάνω σε έναν υγρό γαλάζιο καθρέφτη συντροφιά με το ατελείωτο παιγνίδι δεκάδων δελφινιών που έπαιζαν στην πλώρη μας! Από τότε, που πουλήσαμε και το τελευταίο φουσκωτό, τα ταξίδια αυτά έμειναν μια όμορφη ανάμνηση.
Πήραμε όμως φέτος την εκδίκησή μας ταξιδεύοντας και πάλι στη Φολέγανδρο με το πλοίο "Άρτεμις" της "Hellenic Seaways". Ένα ταξίδι που ξεκίνησε στις 7 το πρωί απ' το Λαύριο και κατέληξε μετά από 12 ώρες στη Φολέγανδρο, αφού το πλοίο έδεσε πρώτα στα λιμάνια της Κέας, της Κύθνου, της Πάρου, της Νάξου, της Ίου και της Σικίνου. Ένα, κατ' ανάγκην, "γαλατάδικο" πλοίο που συνδέει τον αναπτυγμένο κορμό των Κυκλάδων με τα νησιά της άγονης γραμμής Θηρασιά, Σίκινο, Φολέγανδρο και Κίμωλο. Νησιά που, όπως λέει ο καπτα Λευτέρης, τα εκθειάζουμε το καλοκαίρι για τις ομορφιές τους και τα ξεχνάμε τον χειμώνα.
Μετά από ένα πολύ άνετο ταξίδι με ανοιξιάτικο καιρό, με εξαίρεση το τμήμα του Αιγαίου γύρω απ' την Ίο, ένα απολαυστικό γεύμα με τον καπτα Στέλιο στην τραπεζαρία των αξιωματικών (το "Άρτεμις" είναι ημερόπλοιο και δεν διαθέτει καμπίνες και τραπεζαρία για τους επιβάτες) και χάζι των λιμανιών και της ευελιξίας του πλοίου στις ήρεμες και αποφασιστικές συνάμα εντολές του καπετάνιου, φθάσαμε λίγο πριν βραδυάσει στον Καραβοστάση της Φολεγάνδρου.
Αξίζει όμως να αναφερθώ στην 24χρονη σεφ του πλοίου, τη Νάγια Εξαμιλιώτη, η οποία λόγω της ημέρας - 25η Μαρτίου γαρ - είχε μαγειρέψει μπακαλιάρο σκορδαλιά, σε συνδυασμό με φασόλια γίγαντες και παντζάρια. Δεν είναι σίγουρα συνηθισμένη η εικόνα μιας γυναίκας μαγείρισσας σε καράβι! Η εξαίρεση κάνει άλλωστε τον κανόνα. Μια νεαρή ταλαντούχα μαγείρισσα που απολαμβάνει του σεβασμού ολόκληρου του ανδρικού πληρώματος με την όμορφη παρουσία της και τις γευστικές μαγειρικές επιλογές της. Δείτε την συζήτηση που είχα μαζί της.
Αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε προς τη Χώρα και να διανυκτερεύσουμε στο πρώτο διαθέσιμο ελεύθερο parking. Διαπιστώσαμε, τελικώς, πως μπορούσαμε να παρκάρουμε ακόμη και στην πλατεία της Πούντας, στο ωραιότερο ίσως μπαλκόνι του Αιγαίου, με θέα το απέραντο γαλάζιο και τα γύρω νησιά, εκεί ακριβώς που ο γκρεμός μαστιγνώνει τις αισθήσεις και ξεκινάει το ανηφορικό μονοπάτι για την εκκλησία της Παναγιάς που δεσπόζει στον λόφο πάνω από τον πανέμορφο οικισμό. Σκέφτηκα πως κάτι τέτοιο θα είναι ευσεβής πόθος κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, αφού στην πλατεία αυτή δεν θα υπάρχει σίγουρα ελεύθερος χώρος να παρκάρει ούτε ποδήλατο!
Έχοντας σαν πρώτη προτεραιότητα τη βιντεοσκόπηση, με κατέλαβε το γνωστό άγχος μου. Το τοπίο ήταν τόσο διεγερτικό για τις αισθήσεις, ώστε δεν ήξερα από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Το αφήσαμε τελικώς στην τύχη, ζώθηκα με τον γνωστό εξοπλισμό (κάμερα, τρίποδο, μικρόφωνα κ.λπ.), ξεφόρτωσα το παπί απ' τη σχάρα και πήραμε τον δρόμο προς την Άνω Μεριά. Λίγο πριν μπούμε στον οικισμό με τα διάσπαρτα σπίτια, συνάντησα ένα ντόπιο να οργώνει τη γη κρατώντας τα γκέμια δύο γαϊδαράκων σπρώχνοντας συγχρόνως το υνί στο χώμα. Εικόνες που χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων και που εδώ, όπως φαίνεται, παραμένουν καθημερινή ρουτίνα.
Η Άνω Μεριά έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός αυθεντικού χωριού. Με μόνη διαφορά ότι τα σπίτια είναι διάσπαρτα σε μια έκταση δύο τουλάχιστον χιλομέτρων. Απόλυτη ησυχία, θέα στο πέλαγος, παρατημένοι ανεμόμυλοι, ιδιόμορφα πέτρινα αγροτικά συγκροτήματα, που εδώ ονομάζουν θεμωνιές και αποτελούσαν στο παρελθόν μια ανεξάρτητη οικιστική ενότητα, κατάλευκα ξωκκλήσια και όλα αυτά μέσα στο ανθισμένο φόντο της άνοιξης με τις μαργαρίτες, τις παπαρούνες και τα αγριολούλουδα.
Σταματήσαμε στο μαγαζάκι της κυρίας Ειρήνης Ψαρομηλίγκου-Παπαδοπούλου, που μένει ανοικτό καθ' όλη την διάρκεια του έτους και προσφέρει από είδη μπακαλικής και οπωροπωλείου, μέχρι καφέ, αναψυκτικά και φαγητό! Προσπάθησα να της θυμίσω ότι είχαμε περάσει από το γραφικό μαγαζάκι της τον Μάϊο του 2002, αλλά εκείνη συνέχισε να με κοιτάζει με απορία. Πού να με γνωρίσει η γυναίκα με τα μακρυά λευκά γένεια του μητροπολίτη που σκέπασαν εν τω μεταξύ το γέρικο πρόσωπό μου. Θυμήθηκε όμως όταν έβγαλα το lap top και της έδειξα το βίντεο που είχα τραβήξει τότε. Συγκινήθηκε μόλις είδε την εξάχρονη εγγονή της, που σήμερα είναι μια πανύψηλη κοπέλλα 18 ετών! Όταν μάλιστα είδε τους πιτσιρικάδες της διπλανής πόρτας, που έπαιζαν ο ένας κρουστά, κτυπώντας με ένα κουτάλι μια κατσαρόλα, και ο άλλος βιολί, έβαλε τις φωνές και άρχισε να παίρνει τηλέφωνα. Σε λίγο οι πιτσιρικάδες του 2002 εισέβαλλαν στο καφε-παντοπωλείο της κυρα Ρήνης. Άντρες ολόκληροι πια που κοιτούσαν κατάματα το παρελθόν και γελούσαν χωρίς να πιστεύουν στα μάτια τους.
Σταθήκαμε πάντως τυχεροί, καθώς μια οικογένεια, που θα έφευγε την επομένη από την Φολέγανδρο, είχε παραγγείλει μακαρόνια ματσάτα. Έτσι, μαζί μ' αυτούς γευτήκαμε κι' εμείς το εκπληκτικό αυτό πιάτο με σάλτσα από μαγειρευτό κατσικάκι και τυρί.
Μια επιπλωμένη θεμωνιά του 19ου αιώνα συνιστά το - μοναδικό στο είδος του - Λαογραφικό Μουσείο της Άνω Μεριάς, που περιλαμβάνει στέρνα, κελάρι, φούρνο, στάβλο, λιοτρίβι, αλώνι, αμπέλι και πατητήρι. Μια πλήρης αναπαράσταση της ζωής ενός παραδοσιακού αγροτικού νοικοκυριού. Αν και το λαογραφικό μουσείο στα τέλη του Μάρτη ήταν κλειστό, καταφέραμε να έρθουμε σε επαφή με το ηλικιωμένο ζευγάρι που κρατούσε τα κλειδιά βάζοντας "μέσο" την κυρία Ειρήνη. Έτσι, τα καλύμματα σηκώθηκαν, το σκιάχτρο μεταφέρθηκε στο προαύλιο, τα ρούχα και τα σεντόνια τακτοποιήθηκαν στο κρεββάτι και στον καναπέ, έγινε και κάποια πρόχειρη τακτοποίηση, δίνοντάς μου έτσι την δυνατότητα να βιντεοσκοπήσω τους χώρους.
Το Λαογραφικό Μουσείο στην Άνω Μεριά μεταφέρει τον επισκέπτη πίσω στον χρόνο. Φιλοξενείται σε μία από τις παραδοσιακές θεμωνιές του 19ου αιώνα, ένα χαρακτηριστικό είδος αγροτόσπιτου, το οποίο αποτελεί μια καλά οργανωμένη και αυτόνομη αγροτική και κτηνοτροφική μονάδα. Στον χώρο αυτό μπορεί ο επισκέτης να δει πώς λειτουργούσε η μονάδα, αλλά και πολλά άλλα στοιχεία που συνέθεταν την καθημερινή ζωή των ντόπιων μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
Ανάμεσα στη Χώρα και την Άνω Μεριά ξεκινάει ο τσιμεντόδρομος που οδηγεί στην παραλία της Αγκάλης. Αποφασίζουμε να κατηφορίσουμε ως εκεί. Έναν άνθρωπο συναντάμε μόνο στον μικρό οικισμό που αποτελείται κυρίως από ενοικιαζόμενα δωμάτια και ταβέρνες. Έρημα όμως αυτή την εποχή. Φανταζόμαστε τι θα γίνεται εδώ τον Αύγουστο. Ο μεγάλος τσιμεντένιος προβλήτας, ο οποίος σίγουρα θα φιλοξενεί κάμποσα σκάφη το καλοκαίρι, με επισκέπτες που θα έρχονται για μπάνιο, όχι μόνο με το λεωφορείο αλλά και με σκάφη που θα καταπλέουν από τον Καραβοστάση, σε συνδυασμό με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και τις ταβέρνες, προδιαθέτει άλλωστε για τέτοιου είδους σκέψεις.
Επιστρέψαμε στη Χώρα, φορέσαμε κάτι πιο ελαφρύ γιατί ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να καίει, και κατεβήκαμε στο λιμάνι. Ένα τσούρμο γάτες άρχισαν να τρίβονται γύρω μας για κάτι φαγώσιμο. δυο τρεις ψαράδες κι' αυτό ήταν όλο! Φαίνεται πάντως πως και το καλοκαίρι ο πολύς κόσμος δεν μένει εδώ. Τραβάει για τη Χώρα που κλέβει την παράσταση με την γραφικότητα και την έντονη νυκτερινή ζωή της. Ο Καραβοστάσης είναι το λιμάνι και τα Χοχλίδια, η Βάρδια, το Λατινάκι και η Βιτσέντζου είναι οι εύκολες παραλίες για κολύμπι. Για να πάει κανείς στις υπόλοιπες παραλίες του νησιού, που δεν είναι και πολλές, πρέπει να επιστρατεύσει τα πόδια του, κάποιο ενοικιαζόμενο δίτροχο ή ένα από τα σκάφη που εκτελούν δρομολόγια γύρω απ' την Φολέγανδρο.
Η παραλία στο Λιβάδι βρίσκεται κοντά στον Καραβοστάση και είναι η πρώτη όπως πηγαίνει κανείς ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο με δυτική κατεύθυνση. Από τον ομώνυμο οικισμό ξεκινάει το μονοπάτι προς μια από τις καλύτερες, κατά τη γνώμη μου, παραλίες του νησιού, το Κάτεργο. Τα παλιά χρόνια οι ντόπιοι έρχονταν εδώ για να προμηθευτούν ένα σιδηρούχο μετάλλευμα που ονομάζεται «αιματίτης», από το οποίο έφτιαχναν μια κόκκινη μπογιά για να βάφουν τα πλοία τους και ορισμένα τμήματα των σπιτιών τους. Επειδή οι συνθήκες εξαγωγής του μεταλλεύματος ήταν εξαιρετικά σκληρές και ανθυγιεινές, ονόμασαν το μέρος Κάτεργο.
Η πρώτη ένδειξη για τον χρόνο που απαιτείται μέχρι να φθάσει κανείς με τα πόδια στο Κάτεργο είναι 38 λεπτά της ώρας. Μπορεί ωστόσο ο πεζοπόρος να φθάσει εκεί σε 20-22 περίπου λεπτά, με την προϋπόθεση ότι δεν θα χάσει τα σημάδια με τα αρχικά "ΚΤ" ή "Κ" και δεν θα σταματάει κάθε τόσο χωρίς σημαντικό λόγο. Τα σχόλια που υπάρχουν στο διαδίκτυο ότι το μονοπάτι είναι τάχα πολύ δύσκολο, είναι μάλλον υπερβολικά. Δυσκολεύει μόνο λίγο στο τελευταίο τμήμα του όταν αρχίσει να κατηφορίζει προς την παραλία. Το όμορφο τοπίο στην αρχή της κατηφόρας αποζημιώνει αυτόν που επιχείρησε να φθάσει ως εκεί με τα πόδια, εμένα δε ακόμη περισσότερο αφού είχα την τύχη να επερπατήσω ολομόναχος σε μια παραλία η οποία τους καλοκαιρνούς μήνες έχει την τιμητική της.
Επιστρέφοντας στον Καραβοστάση ρίξαμε μια ματιά στις ενοικιαζόμενες βίλλες, που έχει κτίσει απέναντι ακριβώς από το λιμάνι ο φίλος μου Γιάννης Τσιλιβάκος, και μείναμε άναυδοι. Η επιλογή της τοποθεσίας είναι εξαιρετική, το ίδιο και οι εγκαταστάσεις. Από τα πιο αξιόλογα ίσως καταλύματα της Φολεγάνδρου, αν εξαιρέσει βεβαίως κανείς κάποια δωμάτια στη Χώρα που κερδίζουν τις εντυπώσεις λόγω της απίστευτης θέσης τους πάνω απ' τους γκρεμούς της βόρειας βραχώδους ακτής και της θέας που έχουν στο βαθύ γαλάζιο της θάλασσας και στα νησιά που φλερτάρουν με τον ορίζοντα.
Η Χώρα είναι αυτή που αποτελεί τον κύριο πόλο έλξης για τους επισκέπτες της Φολεγάνδρου και είναι από τους γραφικότερους οικισμούς των Κυκλάδων, αν όχι ο γραφικότερος. Πιστεύω ότι αν η Χώρα δεν ήταν τόσο ελκυστική, η Φολέγανδρος δεν θα είχε την αλματώδη τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων ετών. Αυτοί που προτιμούν τη Φολέγανδρο δεν ενδιαφέρονται τόσο για τις παραλίες, τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλλες, αλλά για τον σοφιστικέ αέρα και την παράδοση που αποπνέει η Χώρα με τις όμορφες πλατείες, τα πλακόστρωτα σοκάκια, την έντονη νυκτερινή ζωή και τα παραδοσιακά κατάλευκα σπίτια.
Το τμήμα της Χώρας που χωρίς αμφιβολία είναι το πλέον φωτογραφημένο και αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Φολεγάνδρου είναι οι δύο παράλληλο δρόμοι μέσα στο κάστρο. Ρούα αποκαλούν οι ντόπιοι τον πρώτο και πιο εντυπωσιακό από αυτούς, τον οποίο συναντά κανείς μπαίνοντας στο κάστρο από την πλευρά της πλατείας των Ντουνάβηδων. Γειτονιά των αγγέλων θα τον ονόμαζα εγώ. Απίστευτη, μαγική μοναξιά τον χειμώνα, κακός χαμός το καλοκαίρι.
Το Κάστρο είναι το παλιό κομμάτι της Χώρας. Πρόκειται για έναν μεσαιωνικό οικισμό που χτίστηκε για να προστατεύει τους ανθρώπους του νησιού από τις εχθρικές επιδρομές και από τότε μέχρι σήμερα κατοικείται χωρίς διακοπή. Η βορεινή του πλευρά είναι χτισμένη στο χείλος του γκρεμού σε ύψος 210 μέτρων. Τα σπίτια, αρκετά από τα οποία μετρούν πάνω από δέκα αιώνες ζωής, είναι όλα κατοικημένα και σε πολύ καλή κατάσταση. Το Κάστρο είναι το διατηρητέο τμήμα του παραδοσιακού οικισμού της Χώρας και προστατεύεται από την ΚΑ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
H γειτονιά των αγγέλων μας τράβηξε πάντως σαν μαγνήτης καθ' όλη σχεδόν την διάρκεια της παραμονής μας στη Χώρα. Πιάσαμε κουβέντα με τη μοναδική ηλικιωμένη γυναίκα που έβγαινε κάθε τόσο από το σπίτι της, πότε για να απλώσει τη μπουγάδα, πότε για να ποτίσει τα λουλούδια. Η κυρία Μαργαρώ μας μίλησε για την εκπληκτική αυτή γειτονιά, την ησυχία του χειμώνα, την υγρασία που τρώει τους τοίχους του σπιτιού, τη φασαρία του καλοκαιριού και τη δισέγγονή της που παντρεύεται σύντομα! Απίστευτοι άνθρωποι!
Αφήσαμε για το τέλος την εκκλησία της Παναγιάς που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου πάνω από την κρεμασμένη πολιτεία. Περίμενα τον κατάλληλο φωτισμό, καθώς έπρεπε για τις ανάγκες της βιντεοσκόπησης και της φωτογράφισης να είναι η ημέρα διαυγής και ο ήλιος στο ξεκίνημά του. Σκαρφαλώσαμε ως εκεί χρησιμοποιώντας, εν γνώσει μου, παρανόμως το παπί. Αιτία η κάμερα, το τρίποδο και τα άλλα παρελκόμενα που κουβαλούσα. Αν ήταν καλοκαίρι σίγουρα δεν θα επιχειρούσα να ανέβω στην Παναγιά εποχούμενος. Τέτοια εποχή όμως ούτε μας είδε ούτε μας ενόχλησε κανείς και, πολύ περισσότερο, δεν ενοχλήσαμε κανέναν!
Η θέα της Χώρας και των απόκρημνων βράχων που κατρακυλούν μέχρι τη θάλασσα, από την εκκλησία της Παναγιάς, είναι μοναδική. Μπορεί να κάθεται κανείς εδώ και να απολαμβάνει το θέαμα επί ώρες. Επειδή όμως η ώρα του αποχωρισμού μας από τη μαγική αυτή γειτονιά των αγγέλων πλησίαζε, αποφασίσαμε να φορτώσουμε το παπί στη σχάρα του αυτοκινούμενου και να κατηφορίσουμε προς τον Καραβοστάση. Σε λίγες ώρες θα ξεμπαρκάραμε στην Αλοπρόνοια της Σικίνου...
Ευχαριστούμε την "HELLENIC SEAWAYS" που μας μετέφερε δωρεάν στον μαγικό αυτό τόπο, αλλά και τον πλοίαρχο του πλοίου "Άρτεμις" κ. Στέλιο Περιστεράκη για την άψογη φιλοξενία.