Κείμενο - Φωτογραφίες - Βίντεο : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Περάσαμε με την "παντόφλα" από τον Λιμένα της Θάσου στην Κεραμωτή και από εκεί πήραμε τον δρόμο προς την Ξάνθη, αφού κάναμε πρώτα μια σύντομη στάση στο γραφικό Πόρτο Λάγος και το μετόχι της μονής Βατοπεδίου, με τις εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας της Παντάνασσας στη λίμνη Βιστωνίδα. Λίγο πριν περάσουμε την ξύλινη γέφυρα, που ενώνει τον κεντρικό δρόμο με τα δύο μικρονήσια, αναγκάστηκα να επιστρέψω στο αυτοκινούμενο για να αφήσω το τρίποδο, καθώς ο φύλακας με ενημέρωσε ότι επιτρέπεται μεν η φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση, απαγορεύεται όμως το τρίποδο!
Κόλλημα κι' εδώ με τα σταθερά πλάνα και τους "επαγγελματίες", όπως ακριβώς συμβαίνει και στους αρχαιολογικούς χώρους. Έχουν, για κάποιο λόγο, οι αρμόδιοι συνδέσει το τρίποδο με τα σταθερά πλάνα, λες και μόνο ο επαγγελματίας έχει δικαίωμα και μπορεί να τραβήξει σταθερά πλάνα! Λες και τα κουνημένα πλάνα θα προβάλλουν καλύτερα - αν είναι δυνατόν - ένα τοπίο ή έναν αρχαιολογικό χώρο! Μπορεί πάντως να υπάρχει ευαισθησία στα τρίποδα, τα απαγορευμένα όμως δίχτυα μεσινέζας, εδώ, κατ' εξαίρεσιν, επιτρέπονται. Κράτος εν κράτει είναι άλλωστε το ιερατείο, ό,τι θέλει κάνει.
Αφήσαμε το Πόρτο Λάγος και φθάσαμε στην Ξάνθη σε λιγότερο από μια ώρα. Αφού διασχίσαμε το κέντρο της πόλης, εντοπίσαμε ένα χώρο ελεύθερης στάθμευσης, κοντά στο Πανεπιστήμιο, και κατεβάσαμε την "πάπια" απ' τη σχάρα του αυτοκινούμενου. Το δίτροχο ανέλαβε και πάλι να μας μεταφέρει στα πέριξ, με το αυτοκινούμενο να "αγκυροβολεί" στο πάρκο και να μας περιμένει για τα γεύματα και τη διανυκτέρευση.
Η πόλη της Θράκης απλώνει το ένα της πόδι στην ανατολή και το άλλο στη δύση. Το ένα στην παλιά και ρομαντική εκδοχή της, το άλλο στη σύγχρονη. Είναι τόσο ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους ώστε θαρρεί κανείς πως ο κεντρικός δρόμος που ενώνει το Πανεπιστήμιο με την κεντρική πλατεία είναι το σύνορο ανάμεσα σε δύο πόλεις. Αυτός ο διαχωρισμός είναι μάλιστα πολύ πιο ευδιάκριτος από τον περιφερειακό δρόμο που περνάει ψηλά πάνω από την Ξάνθη. Διακρίνει κανείς πού ακριβώς τελειώνει η παλιά πόλη και πού αρχίζει η καινούργια.
Σκαρφαλωμένη στις παρυφές του βουνού η παλιά πόλη, με τα αρχοντικά και τους κήπους της, δεν σου κάνει καρδιά να την αφήσεις. Και δεν είναι μόνο τα παλιά αρχοντικά και οι πολύχρωμες καλόγουστες αυλές. Είναι και η ξεχωριστή κουλτούρα που αποπνέει ο τόπος. Είναι τα λογής λογής "στολίδια" που συμπληρώνουν την εικόνα μιας πόλης που αναφέρεται στο παρελθόν αλλά ζει στο σήμερα. Οι γραφικές καφετέριες και τα μεζεδοπωλεία, ο παραδοσιακός ξυλόφουρνος, τα παλιά παιδικά ποδηλατάκια που έχουν μετατραπεί σε ανθοδέσμες!
Το εμπορικό ωστόσο ενδιαφέρον μονοπωλεί, σχεδόν, η νέα πόλη. Και μολονότι το εβδομαδιαίο μεγάλο παζάρι έχει τις ρίζες του στο παρελθόν, η νέα πόλη της Ξάνθης είναι αυτή που το φιλοξενεί κάθε Σάββατο. Χρώματα, αρώματα και γεύσεις κυριαρχούν σ' αυτή την υπαίθρια ανοικτή αγορά, όπου είναι απίθανο να ζητήσεις κάτι και να μην το βρεις. Μέχρι αυγά ορτυκιών είδαν τα μάτια μας, σαλιγκάρια γίγαντες, αλλά και εκπληκτικές ανατολίτικες γεύσεις και νοστιμιές, όπως σουτζούκια, παστουρμά, σουτζούκ λουκούμ, μπουγάτσες, μπαχαρικά, λουλούδια, ρούχα που πουλάνε ρομά, αλλά και μετανάστες από την άλλοτε κραταιά Σοβιετική Ένωση, μειονοτικοί μουσουλμάνοι και πομάκοι.
Θα μπορούσαμε να βολτάρουμε στην πόλη αυτή για μήνες. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι θα μπορούσαμε ίσως να μείνουμε εδώ για πάντα. Η Ξάνθη είναι από τις πόλεις που μιλάνε στην καρδιά και στο μυαλό του επισκέπτη.
Θελήσαμε να περιπλανηθούμε για λίγο και στα Πομακοχώρια, αλλά η απουσία του πομάκου Ιμάμ Αχμέτ, ο οποίος είχε αρχικώς υποσχεθεί ότι θα μας συνοδεύσει για να κάνει την προσέγγισή μας με το πομάκικο στοιχείο πιο εύκολη, δεν μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω τη φωτογραφική μηχανή και τη βιντεοκάμερα όσο θα ήθελα. Είναι "κουμπωμένοι" και επιφυλακτικοί στους επισκέπτες οι κάτοικοι των πομάκικων χωριών και πρέπει να τους δώσει κανείς πολλά ελαφρυντικά γι' αυτή τους τη συμπεριφορά. Λίγο έλειψε μάλιστα να αρπαχτώ με έναν ηλικιωμένο, σε ένα καφενείο της Μύκης, ο οποίος παρεξηγήθηκε όταν τον ρώτησα αν είναι πομάκος!
Είναι γνωστό ότι για να επισκεφτεί κάποιος τα πομάκικα χωριά, πριν από μερικά χρόνια, έπρεπε να διαθέτει διαβατήριο! Τα προβλήματα όμως σιγά σιγά αμβλύνθηκαν και η καχυποψία έδωσε τη θέση της σε μια επιφυλακτική αποδοχή των "εισβολέων".
Περάσαμε λοιπόν σαν αστραπή από τη Σμίνθη, τη Μύκη, τον Εχίνο και τις Άνω Θέρμες και λίγο πριν μπούμε στις Κάτω Θέρμες, όπου εκείνη την ημέρα γινόταν μεγάλο πανηγύρι, αποφασίσαμε να μπούμε στο πρώτο χωριό της Βουλγαρίας, το Ζλάτογκραντ, για να φουλάρουμε το ρεζερβουάρ του αυτοκινούμενου με φθηνό πετρέλαιο. Έτσι μας είχαν πει κι' εμείς το πιστέψαμε. Λάθος! Άσε που κάναμε κάμποσα χιλιόμετρα μέχρι να φθάσουμε στο Ζλάτογγκραντ και πληρώσαμε και ένα μικρό χαράτσι, σε μορφή αυτοκόλλητης βινιέτας, για τη χρήση των εθνικών τους οδών! Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς ότι το πετρέλαιο είναι κατά πέντε μόλις λεπτά το λίτρο φθηνότερο, τότε αντιλαμβάνεται ότι αδίκως κάναμε τον κόπο να περάσουμε τα βουλγαρικά σύνορα. Λίγο έλειψε μάλιστα να μας αναγκάσουν οι αστυνομικοί να επιστρέψουμε στην Ελλάδα από άλλο δρόμο, καθώς υπήρχε πινακίδα ότι απαγορεύεται η χρήση του δρόμου από οχήματα βάρους μεγαλύτερου των 2 τόνων, αλλά εμείς δεν την προσέξαμε!
Με τα πολλά καταφέραμε να πείσουμε τους αστυνομικούς να μας αφήσουν να επιστρέψουμε στην Ελλάδα από τον ίδιο δρόμο και μισή ώρα αργότερα μπαίναμε στις Θέρμες όπου το πανηγύρι ήταν σε εξέλιξη. Και να λουκουμάδες, και να μαλλί τη γριάς, και να μπιχλιμπίδια πανηγυριώτικα, τούρκικοι αμανέδες, μαντηλοφορεμένες γυναίκες και ουρά στο τζαμί για τις καθιερωμένες γονυκλισίες.
Παρά τις συστάσεις των αστυνομικών να μην επιχειρήσω να περάσω μέσα από τον "πυρήνα" του πανηγυριού με το αυτοκινούμενο, εγώ το επιχείρησα καθώς έπρεπε να φθάσουμε στη Μέδουσα και από κει στην Κοττάνη και στην ονομαστή ταβέρνα του Τζεμάλ. Mission impossible, και το πέρασμα ανάμεσα στον κόσμο με ένα όχημα 7,5 μέτρα μήκος Χ 2,5 μέτρα πλάτος Χ 2,70 μέτρα ύψος, και το πέρασμα από τη Μέδουσα μέχρι την Κοττάνη σε ένα δρόμο που κάνει μόνο για μικρα ερπυστριοφόρα οχήματα του στρατού!
Άξιζε πάντως τον κόπο και το ρίσκο να πάμε ως εκεί με το αυτοκινούμενο, αν και θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε το παπί σ' εκείνη την περίπτωση. Μας ξεγέλασαν όμως οι πληροφορίες του Τζεμήλ, πως ο δρόμος είναι ανοικτός, αλλά και τα πρώτα δύο χιλιόμετρα με καλό σχετικώς χωμάτινο οδόστρωμα. Από εκεί και μετά ο δρόμος έγινε... μονοπάτι για αιγοπρόβατα! Η ταβέρνα του Τζεμήλ ήταν πάντως ανεπανάληπτη. Το ίδιο ανεπανάληπτη η θέα του χωριού και του φαραγγιού. Όσο για το φαγητό; Ακόμη το νοιώθουμε στον ουρανίσκο μας! http://www.ribandsea.com/travels/2309-stin-ekpliktiki-taverna-mouseio-kottani-tou-pomakou-tzemil-xaliloglou
Ευχαριστούμε την "HELLENIC SEAWAYS" που μας έδωσε την ευκαιρία να ταξιδεύσουμε δωρεάν μέχρι την Καβάλα. Επίσης τον πλοίαρχο και το πλήρωμα του "EXPRESS PEGASUS" για την άριστη φιλοξενία.