Γράφει και εξιστορεί την "αποκοτιά" του ο Γιώργος Μαστοράκης.
Πάντα πίστευα ότι το «μικρόβιο» της ταξιδιωτικής αναζήτησης υπάρχει στο DNA μου, κληρονομιά από τον αείμνηστο πατέρα μου, ο οποίος μου «πέρασε» την αγάπη του για το ταξίδι, τους άγνωστους προορισμούς και την πλανόδια ζωή στο δρόμο με ό,τι συνεπάγεται αυτό: κίνηση, δράση, αγάπη για το άγνωστο και μια συνεχή εγρήγορση των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Κι αυτό είναι η καύσιμη ύλη για την περιπέτεια που ακολουθεί.
Τα ταξίδια μου σε 2 και 4 τροχούς είχαν, έχουν και ελπίζω πάντα να έχουν το χαρακτηριστικό της περιπέτειας, της αναζήτησης του καινούριου και της σκληραγώγησης του «είναι» μου. Τα χιλιόμετρα που οδηγώ περνούν σαν το γυαλόχαρτο και παίρνουν τη σκουριά της βαρετής διεκπεραίωσης του αγαθού που ονομάζεται ζωή, οξύνουν τις ικανότητες και μπολιάζουν βαθιά τα χρωμοσώματα με την ανάγκη για περισσότερη ελευθερία, δυνατές εμπειρίες και βαθιά γνώση της πραγματικής ζωής εκεί έξω, στο ελεύθερο πεδίο, στην αρένα των δρόμων, στον καμβά των τοπίων που εναλλάσσονται σε διαφορετικά -και εξωτικά- γεωγραφικά μήκη και πλάτη της μπλε σφαίρας πάνω στην οποία γυρνάμε ούτως ή άλλως με ιλιγγιώδη και αέναη ταχύτητα για όσα χρόνια μας αναλογούν, χαρισμένα από την άγνωστη και αρχέγονη Δύναμη που κυβερνάει το Σύμπαν…
Διανύοντας την έκτη δεκαετία μου και μετά από αρκετά χρόνια στα πιτς μιας υπέροχης οικογενειακής ζωής, αποφάσισα να ξεκινήσω μερικούς ακόμη γύρους στο Rally Raid της ζωής μου. Η σπίθα που έπανεκκίνησε τον «κινητήρα» δόθηκε όταν παρακολουθούσα διαδικτυακά την πορεία δύο αδελφών και του γερασμένου Land Rover τους στην προσπάθειά τους για να καταρρίψουν το ρεκόρ Γκίνες για τη γρηγορότερη οδηγική διάσχιση της απόστασης Λονδίνο-Κέιπ Τάουν. Η ιδέα ωρίμασε στο μυαλό μου και με τις κατάλληλες μεταλλάξεις έφτασε στο concept με τον τίτλο “The Fast Overland” και αντικείμενο το σχεδιασμό, την προετοιμασία και την εκτέλεση οδηγικών διασχίσεων σε όλες τις ηπείρους.
Μεγάλο εμπόδιο στην απρόσκοπτη έξοδο στους διεθνείς δρόμους, οι πόροι που πρέπει να εφοδιάσουν μεταφορικά και κυριολεκτικά το όχημα που θα μεταφέρει τις προσδοκίες και τα όνειρα του γράφοντα. Τα χρόνια απραξίας ξεθώριασαν την παλιά προσωπική μου εικόνα, η οικονομική κρίση βαρίδι στα όνειρα για οικονομική ενίσχυση της φιλόδοξης προσπάθειας, η καινοτομία και η άγνωστη βαρύτητα της καινούριας δραστηριότητας λειτούργησαν -και πιθανόν να συνεχίσουν να λειτουργούν- ανασταλτικά στην τροφοδοσία. “No money no honey” που λένε … «Κάνε μια αρχή, επένδυσε πρώτα εσύ στην ιδέα σου και βλέπουμε…» η μόνιμη επωδός φίλων, γνωστών, παλιών επαφών από την «αγορά» στους οποίους πρότεινα χορηγική συνεργασία. Το πείσμα μου με βοήθησε να ξεπεράσω τις όποιες αναστολές μου. Το ηλικίας δύο δεκαετιών και βάλε Ντισκάβερι μου «έκλεισε το μάτι» από το γκαράζ του, «…κάν το κι εγώ είμαι εδώ, άλλαξε μου μόνο τα πίσω δισκόφρενα, γιατί δεν βλέπω να φρενάρεις, εκτός αν πάρεις και την άγκυρα μαζί σου» μου διαμήνυσε τηλεπαθητικά. Η Ευρώπη, το σπίτι μας, θα γίνει το πεδίο δοκιμής των δυνατοτήτων μου σκέφτηκα.
Το σχέδιο απλό. Ταξίδι από το Βόρειο Ακρωτήριο της Νορβηγίας, στον αρκτικό βορρά της Ευρώπης, προς το δεύτερο νοτιότερο αποκλειστικά οδηγήσιμο σημείο της Ευρώπης, στο ακρωτήριο Ταίναρο στην Πελοπόννησο. Η απόσταση, 5.700 χιλιόμετρα. Ναι, αλλά πρέπει να φτάσω στην αφετηρία πρώτα, ήτοι άλλα 3.700 χιλιόμετρα (η απόσταση από την έδρα μου στη νότια Γερμανία). Και άλλα 2.000 για την επιστροφή στο σπίτι, σύνολο 11.400 χιλιόμετρα. Το μολύβι και το κομπιουτεράκι έπιασαν δουλειά. Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι… Μόνο που το «λάδι» -το πετρέλαιο για την κίνηση των 2,7 τόνων του Λαντ Ρόβερ και το «ξύδι» τα διόδια και τα λογής έξοδα του ταξιδιού- μου έφεραν προβληματισμό. Και αυτά χωρίς τα απρόοπτα, που ευτυχώς δεν ήλθαν.
Η επιλογή του χρονικού διαστήματος ήταν μονόδρομος, καθώς οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και ο ξενώνας που τρέχω στις Βαυαρικές Άλπεις με έφεραν στο κατώφλι του χειμώνα, που στον αρκτικό βορρά είχε ήδη φτάσει μια εβδομάδα πριν βάλω μπροστά τη μηχανή. Έχοντας τυφλή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και στο αυτοκίνητό μου, μεγάλη δίψα για περιπέτεια και το «τώρα ή ποτέ» στο μυαλό μου, είπα ξεκινάω - και όχι ξεκινάμε, όπως θα ήθελα, καθώς ο συνοδηγός μου με τον οποίο μιλούσα για μήνες μου δήλωσε αδυναμία για το ταξίδι.
Παρασκευή 25 Οκτωβρίου
Το πείσμα με έβγαλε στο δρόμο για το βορρά το μεσημέρι. “Hit the road Jack”, το πρώτο κομμάτι του soundrack του ταξιδιού και τα μίλια (το δεξιοτίμονο Ντισκάβερι είναι αγγλικών προδιαγραφών) αρχίζουν να μετρούν και το Flensburg στα σύνορα Γερμανίας-Δανίας ο πρώτος προορισμός στα 1.100 χιλιόμετρα. Η ανιαρή πλην γρήγορη Autobahn με έφερε σε ακριβώς 12 ώρες στο λιμάνι του Flensburg και στην πρώτη on board διανυκτέρευση. Ευτυχώς, το αυτοκίνητο έχει μεγάλους χώρους και για ένα άτομο είναι υπεραρκετό. Το πακέτο διαμονή-διατροφή-μετακίνηση θα ήταν το «όπλο» για τη διατήρηση των οικονομικών του ταξιδιού στο χαμηλότερο επίπεδο.
Σάββατο 26 Οκτωβρίου
Ανήμερα του Άη Δημήτρη ο καιρός γκριζάρισε και κρύωσε. Το ψιλόβροχο και ο άνεμος «έδεσαν» με το περιβάλλον του λιμανιού. Μια φωτογραφική βόλτα περιμετρικά με έφερε σε παλιούς ταρσανάδες, σκαριά από παλιές εποχές, κακόφημα στενά και μια πόλη που χουζούρευε, Σάββατο γαρ. Στο στόμα μου έρχονται νότες από το «Σταυρό του Νότου» και μελοποιημένοι στίχοι του ποιητή των ναυτικών Νίκου Καββαδία. Το απαραίτητο γέμισμα του ρεζερβουάρ και η πεζή πραγματικότητα (φτηνό πετρέλαιο, σβέλτη έξοδος στην Autobahn και απόκτηση οδηγικού ρυθμού) με επανέφεραν στην πραγματικότητα – πορεία προς το Βορρά και η Δανία η επόμενη χώρα. Ένα από τα ζητούμενα του concept “The Fast Overland” είναι η αποκλειστική οδηγική διάσχιση και η αποφυγή μετακίνησης ή μεταφοράς του οχήματος με άλλα μέσα (πλοία, τρένα, αεροπλάνα). Κατά συνέπεια, οι γέφυρες της Δανίας και το υψηλό κόστος χρήσης-διάσχισής τους είναι μονόδρομος. Αξίζει όμως να δει κάποιος και να θαυμάσει την ανθρώπινη τιθάσευση της Φύσης και τα επιτεύγματα της Μηχανικής στη διάσχιση δεκάδων χιλιομέτρων μεταξύ νησιών και χωρών διαμέσου ενός συστήματος γεφυρών και τούνελ κάτω από τη γκρίζα θάλασσα των στενών Skagerrak και Gattegat (Σκαγεράκη και Κατεγάτη που μαθαίναμε κάποτε στο μάθημα της Γεωγραφίας).
Το Μάλμε της Σουηδίας με υποδέχτηκε ξαλαφρωμένο κατά 85 ευρώ υπέρ των γεφυρών. Η βροχή και ο δυνατός άνεμος δεν πτοούν τον ταξιδιώτη, ούτε το όχημά του στην πορεία προς τη Στοκχόλμη, όπου έχω βάλει στόχο για τη δεύτερη βραδινή μου διανυκτέρευση. Η νύχτα πέφτει στον αυτοκινητόδρομο, όμως η βροχή και η απόσταση με την πρωτεύουσα της Σουηδίας μικραίνει με ρυθμό 100 χιλιομέτρων την ώρα. Θα ήθελα να έχω το χρόνο να κάνω μια βόλτα στη Στοκχόλμη αλλά από τη μια η ώρα άφιξης και από την άλλη η προσήλωση στο στόχο του ταξιδιού με απομακρύνουν, οπότε η πόλη γύρω στις 10 το βράδυ βρίσκεται ήδη πίσω μου. Η ρουτίνα της οδήγησης για πάνω από 12 ώρες είναι μονόδρομος για να παραμείνω στο πλάνο του ταξιδιού. Η φωτεινή επιγραφή της γνωστής αμερικάνικης πολυεθνικής των ταχυφαγείων μου δείχνει το σημείο που θα περάσω το βράδυ. Ήσυχο, καθαρό και έρημο από άλλα οχήματα ή νταλίκες, το πάρκινγκ θα γίνει το «λιμάνι» μου για αυτή τη νύχτα.
Κυριακή 27 Οκτωβρίου
Επτά το πρωί. Εγερτήριο, γρήγορο πρωινό στο αυτοκίνητο και έξοδος με προορισμό τον Βορρά. Ο καιρός σταθεροποιείται, προς το παρόν χωρίς βροχή αλλά με συννεφιά. Ο αυτοκινητόδρομος άδειος και οι ευθείες βαρετές. Στόχος της σημερινής διάσχισης η πόλη Λούλεο, πρωτεύουσα της Σουηδικής Λαπωνίας και λιμάνι στο μυχό του Βοθνικού κόλπου. Η οδηγική ρουτίνα περιλαμβάνει επιλογή μουσικής (το ραδιόφωνο αποκλείεται λόγω απαράδεκτων σταθμών) από CD και mp3player, φωτογράφιση και κινηματογράφηση εν κινήσει (και, ναι, έχετε απόλυτο δίκιο όσοι διαμαρτύρεστε. Όταν οδηγούμε ΔΕΝ κάνουμε τίποτε άλλο, αλλά συγχωρέστε την αμαρτία μου) και πολλή σκέψη για το πλάνο του ταξιδιού, το σχεδιασμό που μάλλον θα πρέπει να αλλάξει, καθώς η μετεωρολογική πρόβλεψη δεν είναι και η πιο ευοίωνη – ένα βαθύ χαμηλό θα «χτυπήσει» τις επόμενες 36 ώρες όλη τη Λαπωνία, από τις ακτές της Νορβηγίας στον Ατλαντικό μέχρι τη Ρωσία. Ένας προάγγελός του κάνει τα πράγματα δύσκολα με πυκνό χιόνι και είμαι στη μέση ακόμα της Σουηδίας προς την αφετηρία (να μην ξεχνιόμαστε).
Το 12ωρο οδήγησης τηρείται πάντως ευλαβικά και γύρω στις 7 το βράδυ (νυχτώνει ολοένα και νωρίτερα, ενώ έχει αλλάξει ήδη και η ώρα σε χειμερινή) φτάνω στη Λούλεο με πρόγραμμα να κοιμηθώ για πρώτη φορά σε κάποιο ξενοδοχείο, πολυτέλεια που επιτρέπω στον εαυτό μου για πολλούς λόγους: η θερμοκρασία έχει πέσει ήδη στους -4, πρέπει να ξεκουραστώ γιατί τα δύσκολα είναι μπροστά, πρέπει να «ξεφορτώσω» φωτογραφίες στο λάπτοπ και να φορτίσω μπαταρίες, να κάνω ένα μπάνιο και να πάρω λίγο κουράγιο και ζέστη πριν τη μεγάλη «μάχη». Μόνη μου στενοχώρια, ότι αφήνω τη Γκλόρια, την τετράτροχη συνταξιδιώτισσά μου, έξω στο κρύο.
Δευτέρα 28 Οκτωβρίου
Σύμφωνα με το πρόγραμμα, πρέπει σήμερα να φτάσω στο Νόρντκαπ. Ο καιρός αμφιταλαντεύεται μεταξύ ενός κρύου ήλιου «με δόντια» και μιας νηνεμίας που αποτυπώνονται στο φωτογραφικό φακό μου στη σύντομη βόλτα μου στην πόλη- λιμάνι και των απειλητικών προγνώσεων για την κακοκαιρία που ήδη μαίνεται στις ακτές της Νορβηγίας. Η πόλη, η ακτή και ο αυτοκινητόδρομος είναι γρήγορα παρελθόν. Η υψομετρική διαφορά αυξάνει καθώς ανηφορίζω. Τα ποτάμια κατεβάζουν ήδη πάγο που γίνεται ολοένα και περισσότερος, όσο αυξάνεται το γεωγραφικό πλάτος. Ο αρκτικός κύκλος στις 66 μοίρες και 33 λεπτά στο έδαφος της Σουηδίας συμπληρώνει το ευρωπαϊκό παλμαρέ μου διάσχισης όλων των χωρών της Ευρώπης, όπου περνάει ο αρκτικός κύκλος. Το χιόνι στο δρόμο από περιστασιακή κατάσταση γίνεται κανόνας και ο πάγος κάνει την εμφάνισή του.
Για τις επόμενες μέρες, ο «πονοκέφαλος» της οδήγησης αποκλειστικά πάνω στον πάγο ενός οχήματος 2,7 τόνων με χειμωνιάτικα all terrain λάστιχα μεν, χωρίς καρφιά δε, θα δώσει ιδιαίτερο χαρακτήρα στο ταξίδι, μια διαφορετική προσέγγιση στον τρόπο σκέψης, αντίδρασης και επιλογών στην οικονομία του ταξιδιού. Χωρίς να το καταλάβω το φως αρχίζει να χάνεται. Είναι 3 το μεσημέρι; Ή μήπως 3 το βράδυ; Ο ήλιος έχει χαθεί δίνοντας όμως ένα απίστευτο φάσμα χρωμάτων στον ουρανό της Λαπωνίας. Οι τάρανδοι μπαίνουν και αυτοί στην εξίσωση που πρέπει να λύσω σχετικά με τις ταχύτητες ταξιδιού, τους χρόνους για τους ενδιάμεσους προορισμούς και την ασφάλεια του εγχειρήματος, καθώς ξέμπαρκοι και αρειμάνιοι περνούν τους δρόμους σαν φαντάσματα με κέρατα. Οι χώρες αλλάζουν κι αυτές γρήγορα: πότε πέρασα από Σουηδία σε Φινλανδία και από εκεί στη Νορβηγία; Μόνο τα τοπωνύμια και οι ταμπέλες με ονόματα γλωσσοδέτες θυμίζουν ότι κάτι αλλάζει.
Αυτό όμως που θα κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα είναι οι νταλίκες. Γίνονται γρήγορα ο εφιάλτης μου, καθώς εμφανίζονται μέσα σε ένα πάλλευκο φως με τους τεράστιους προβολείς οροφής που τους σβήνουν ελάχιστα πριν διασταυρωθούν με τον δύσμοιρο επερχόμενο οδηγό, πάνε με απίστευτη ταχύτητα και -το χειρότερο- σηκώνουν ένα πυκνό σύννεφό χιονιού και πάγου, μηδενίζοντας την ορατότητα για 5-10 δευτερόλεπτα. Οι “ICE ROAD TRUCKERS” ψηφίζονται ως ο υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνος για οτιδήποτε κινείται και μοιράζεται το δρόμο μαζί τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, συν τη χιονοθύελλα που έρχεται κατά κύματα, αποφασίζω στρατηγική υποχώρηση από το στόχο που έθετε το Nordkapp ως σημείο άφιξης ανήμερα της εθνικής μας εορτής. Η νορβηγική πόλη Άλτα στις ακτές του Ατλαντικού και 200 χιλιόμετρα από το Βόρειο Ακρωτήριο θα γίνει το σημείο διανυκτέρευσης για απόψε. Η ευρύχωρη και ζεστή καμπίνα στο ομώνυμο κάμπινγκ της πόλης θα είναι η πολυτέλειά μου και για απόψε, δεύτερη στη σειρά νύχτα. «Ρε μήπως έχω γεράσει επικίνδυνα; Μπα μάλλον έχω γίνει πιο σοφός» ανταπαντώ μονολογώντας.
Τρίτη 29 Οκτωβρίου
Είναι η μέρα που η πρώτη φάση του ταξιδιού θα τελειώσει. Σήμερα πατάω στην κορυφή της Ευρώπης και δεν το διαπραγματεύομαι. Ούτε η χιονοθύελλα που μαίνεται στα υψίπεδα της Άλτα θα με σταματήσει, ούτε η ατελείωτη ανηφόρα με κλίση 10%, ούτε οι παγωμένες λίμνες και η τούνδρα, ούτε η θερμοκρασία που βρίσκεται κάτω και από τους -10, ενώ μέσα στο αυτοκίνητο είναι θερμοκρασία ψυγείου (5 -6 βαθμούς πάνω από το μηδέν). Μόνος σύμμαχός μου αυτό το λευκό άστρο που παλεύει να δικαιολογήσει τη φήμη του ως ζωοδότης του πλανήτη και κάνει περιστασιακά την εμφάνισή του. Τα χιλιόμετρα που με χωρίζουν από τον απόλυτο προορισμό της χειμερινής μου περιπέτειας γίνονται διψήφια καθώς φτάνω στο Ολντεφγιορδ, χωριό κόμβο, όπου οι επιλογές προορισμού γίνονται δύο. Βορράς-Νότος, Νόρντκαπ-Κίρκενες. Η επιλογή γνωστή και ο ενδοιασμός είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα.
Στο μυαλό μου αναγκαστικά ανασύρονται οι μακρινές μνήμες από εκείνο το θρυλικό ταξίδι με τη μοτοσικλέτα πριν από 27 χρόνια στον ίδιο προορισμό. Διώχνω όλες τις σκέψεις και συγκεντρώνομαι στην οδήγηση. Ο γνωστός θυελλώδης άνεμος που μαίνεται 300 μέρες το χρόνο εδώ, κουνάει το Ντίσκο. Σκέπτομαι ιστιοπλοϊκά και αποφασίζω να «πάρω μούδες» (σσ. να μειώσω την επιφάνεια των πανιών), κοινώς να κόψω ταχύτητα. Ο δρόμος στενεύει και τα χαντάκια αριστερά και δεξιά, παρότι γεμάτα χιόνι, φαντάζουν απειλητικά. Το χιόνι ταξιδεύει στο δρόμο και μαζεύεται πότε στη μια μεριά, πότε στην άλλη, ανάλογα τον προσανατολισμό του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνση του θυελλώδους ανέμου.
Ξαφνικά εμφανίζεται το τούνελ του Νόρντκαπ. Η «καινούρια» χάραξη του δρόμου και το τούνελ ενώνουν πλέον το νησί Μαγκερόγια με την ηπειρωτική χώρα και ο δρόμος δεν διακόπτεται πουθενά. Στο προηγούμενο ταξίδι μου, στις αρχές του 90, το φέρι ήταν η μοναδική επιλογή. Το κατηφορικό τούνελ καταπίνει λαίμαργα τα οχήματα που μπαίνουν στο «στόμα» του και τα κατεβάζει στην κοιλιά του, που φτάνει στα 200 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε μια ατέλειωτη κατηφόρα πριν έρθει στα ίσια του και αμέσως μετά πάρει την ανιούσα για το νησί. Φτάσαμε, σκέφτομαι. Κι όμως, θέλεις ο άνεμος, θέλεις η συναισθηματική φόρτιση, θέλεις η μυσταγωγία του να κινείσαι στα τελευταία 30 χιλιόμετρα προς Βορρά της Ευρώπης, το Λαντ Ρόβερ σχεδόν πάει σημειωτόν.
Ο άνεμος ενισχύεται και σηκώνει σύννεφα χιονιού. Από μακριά κάνει την εμφάνισή του ο οικίσκος της εισόδου στο χώρο του Νόρντκαπ. Σταματώ για να πληρώσω την είσοδο και η συνομιλία μου με την κοπέλα στο ταμείο είναι σχεδόν αδύνατη λόγω του αέρα αλλά και της συναισθηματικής φόρτισης. Το Νορντκαπχάλε (το κτίριο στο οποίο βρίσκεται ο επισκέψιμος χώρος και πιο δίπλα το μνημείο των παιδιών της γης Barn Av Jorden), ο τύμβος του βασιλιά Όλαφ δίπλα στον οποίο κάθισα για 12 ώρες πριν από 27 χρόνια κάνοντας επανεκκίνηση στη ζωή μου, η στήλη της Βασιλικής Γεωγραφικής Υπηρεσίας της Νορβηγίας και η τεράστια σιδερένια υδρόγειος – σήμα κατατεθέν του Νόρντκαπ είναι όλα εκεί, ίδια και απαράλλαχτα. Ακόμα και ο άνεμος είναι πάντα εκεί, θυελλώδης να θυμίζει τη δύναμη της Φύσης και την αδυναμία του Ανθρώπου. Είναι δεν είναι μιάμιση το μεσημέρι και το σκοτάδι πέφτει. Είναι η άλλη όψη του νομίσματος, εδώ είδα κάποτε τον ήλιο του μεσονυκτίου, τώρα ο χειμώνας έρχεται γοργά και ο ήλιος έχει αλλάξει γειτονιά. Τα σύννεφα τρέχουν μαύρα και απειλητικά. Το χιόνι δεν θα αργήσει να πέφτει και πάλι, δυσκολεύοντας τη φωτογράφιση που έχω στο μυαλό μου. Είμαι στην Κορυφή της Ευρώπης. Ο αριθμός 72 10 21 που υποδηλώνει το γεωγραφικό πλάτος σε μοίρες, πρώτα και δεύτερα λεπτά είναι και θα είναι πάντα ο αριθμός που δηλώνει την επιτυχία και εκπλήρωση των σχεδίων και προσδοκιών μου. Από εδώ ξεκινάει στην ουσία και το πρώτο ταξίδι που σηματοδοτεί μια καμπή στη ζωή μου.
Τετάρτη 30 Οκτωβρίου
Μηδενίζω το κοντέρ. Μεταφορικά και κυριολεκτικά στο αυτοκίνητο. Η ώρα είναι 10 το πρωί και το ταξίδι διάσχισης της Ευρώπης ξεκινάει. Ο ήλιος βρίσκεται στο στερέωμα, ελεύθερος να διασχίσει τη χαμηλή ρότα του χωρίς σύννεφα. Ακόμα και ο άνεμος ησύχασε και ξεκουράζεται. Οι οιωνοί είναι καλοί. Πάμε λοιπόν να κατηφορίσουμε. Το ρολόι μετράει αδυσώπητα. Ο ΧΡΟΝΟΣ, ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής μου σε αυτό το πρότζεκτ, πρέπει να τιθασευτεί. Να «γράψει» όσο γίνεται λιγότερο όταν φτάσω στο Ταίναρο, στον τερματισμό, που μου φαίνεται τόσο μακρινός και δύσκολος. Είναι ένα mind game αυτό που προσπαθώ. Είναι αυτό που θέλω να εξηγήσω σε όσους με ρωτούν για το χαρακτήρα του concept “The Fast Overland”. Πριν από 40 χρόνια κάποιοι ξεκινούσαν ένα τρελό εγχείρημα που εξελίχθηκε στο σπουδαιότερο adventure event στα χρονικά της αυτοκίνησης. Σκέπτομαι ότι είναι έκρηξη ματαιοδοξίας να παραλληλίζω το ταπεινό εγχείρημά μου με το Camel Trophy. Ίσως και το γεγονός ότι το Ντίσκο, στα χρώματα και με το λογότυπο του θρυλικού αγώνα, ξεκινάει κάτι καινούριο να είναι σημαδιακό. Όλες αυτές οι σκέψεις στριφογύριζαν την περασμένη νύχτα στο μυαλό μου χωρίς να με αφήνουν να κοιμηθώ. Και θα έχω τόση ανάγκη τον ύπνο σε αυτό το ταξίδι. Ελπίζω όχι κατά τη διάρκεια της οδήγησης…
Θα ήταν ένα ανιαρό πρωινό, αν δεν είχε και το στοιχείο της περιπέτειας. Ένα αυτοκίνητο πεταμένο σαν παιχνίδι έξω από το στενό αλλά ολόισιο δρόμο λίγο μετά την έξοδο του τούνελ προς τη μεριά της ηπειρωτικής Νορβηγίας, είναι κάτι που το βλέπεις αραιά και που. Ο πάγος στο οδόστρωμα παίζει τα δικά του παιχνίδια. Για το ζευγάρι από την Ισπανία όμως που έκανε τη λάθος εκτίμηση και, παρότι το νοικιασμένο αυτοκίνητό τους «φοράει» καρφιά, ο πάγος τους έστειλε βαθιά στο χαντάκι δεξιά του δρόμου. Οι άνθρωποι κουνούν απεγνωσμένα τα χέρια μόλις με βλέπουν. Είναι ένα ζευγάρι τουριστών που τους θυμάμαι από το Νόρντκαπ. Μου έβγαλαν και κάποιες φωτογραφίες. Μπορεί ο χρόνος να «τρέχει» και να βρίσκομαι σε «αγωνιστικό» ρυθμό, όμως σταματάω. Εδώ πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου από την υποθερμία.
Μου εξηγούν ότι είναι δύο ώρες σε αυτή την κατάσταση και ότι ενώ πέρασαν τρία αυτοκίνητα, κανένα δεν σταμάτησε. Ακόμα και η οδηγός του εκχιονιστικού αρνήθηκε να τους δώσει βοήθεια επικαλούμενη τις ρητές εντολές που έχει να μη βοηθάει! Και η θερμοκρασία είναι -14... Το σχέδιο διάσωσης είχε ήδη καταστρωθεί. Έξω οι ιμάντες ρυμούλκησης. Τράβηγμα του μικρού Σκόντα από πίσω. Αποτυχία. Ο πάγος δεν μου δίνει τη δυνατότητα να κινηθώ προς τα πίσω, όντας αγκυρωμένος στο μικρό νοικιάρικο. Plan B και μπαίνει ο «εργάτης» στο παιχνίδι. Αγκυρώνω το Ντίσκο στο πρανές αριστερά του δρόμου και ξετυλίγω όλο το έκταμα του συρματόσχοινου. Ευτυχώς φτάνει. Στέλνω τους δύο ανθρώπους 100 μέτρα μακριά και προς τις δύο κατευθύνσεις του δρόμου να σταματήσουν ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ όποιο όχημα πλησιάσει. Υπάρχει τεντωμένο συρματόσχοινο που διασχίζει διαγώνια το δρόμο και αποτελεί κίνδυνο για οτιδήποτε πέσει επάνω του. Ευτυχώς, δεν πέρασε κανείς.
Ο εργάτης ζορίζεται αλλά ανεβάζει το αυτοκίνητο στο δρόμο. Παρότι η θερμοκρασία είναι χαμηλή, είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Η αδρεναλίνη στα ύψη όπως και η περηφάνια και η ικανοποίηση για τη διάσωση. Οι Ισπανοί θα φτάσουν κουτσά στραβά στην Άλτα ή στο κοντινότερο σημείο για να αλλάξουν αυτοκίνητο, καθώς το δεξί ψαλίδι τους έχει τα χάλια του. Εγώ πρέπει να μαζέψω το «χαμό» με τους ιμάντες και το συρματόσχοινο. Η ώρα έχει πάει σχεδόν μία. Ο ήλιος σε λίγο θα χαθεί και ο δρόμος για την Άλτα είναι πολύ παγωμένος. Τα 5 χιλιόμετρα κατηφόρας με τις ανοικτές στροφές γίνονται με την «ψυχή στο στόμα». Τα λάστιχα δεν κρατάνε, είναι παγωμένα και το παραμικρό φρενάρισμα επιταχύνει το βαρύ Ντίσκο αντί να το επιβραδύνει. Μπρος και πίσω έχω αυτοκίνητα και φορτηγά. Το στόμα ξεραίνεται.
Ευτυχώς, η κατηφόρα τελειώνει και η ανακούφιση είναι μεγάλη. Βιάζομαι, η διάσχιση ολόκληρης της Λαπωνίας μέχρι την πόλη Λούλεο θα διαρκέσει μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Η χιονοθύελλα, οι επικίνδυνες νταλίκες, οι τάρανδοι, το παζλ των δρόμων και η στρατηγική επιλογή τους λόγω συνθηκών οδοστρώματος με εξαντλούν. Οι δυσκολίες με φτάνουν στα όρια και η θέα του σουηδικού αυτοκινητόδρομου, ακόμα και καλυμμένου με πάγο και χιόνι, με ανακουφίζει. Επιταχύνω αλλά η λογική, συνεπικουρούμενη από την κούραση επικρατεί. Πρέπει επειγόντως να κοιμηθώ, αλλιώς θα καταρρεύσω. Το Νόρντκαπ είναι περίπου 900 χιλιόμετρα μακριά. Ο χρόνος μέχρι στιγμής γράφει 16 ώρες…
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου.
Διακεκομμένα διαστήματα ύπνου σε αρκτικές συνθήκες μέσα στο Ντίσκο για 5 ώρες ήταν αρκετά. Το χρονόμετρο δείχνει ήδη 21 ώρες και μου μένουν 4.800 χλμ. Η μηχανή παίρνει αμέσως μπροστά, αν και λίγο διστακτικά στην αρχή. Ξεκινάω με κατεύθυνση το νότο. Οι πόλεις δίπλα στον αυτοκινητόδρομο διαδέχονται η μία την άλλη και η κίνηση είναι εύκολη, αν και το χιόνι στο δρόμο κάνει τους υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουν υπερωρίες, καθώς ο ήλιος είναι συνέχεια κόντρα. Η οδήγηση διακόπτεται μόνο για ανεφοδιασμό καυσίμου. Η Στοκχόλμη «έρχεται» όλο και πιο κοντά και 100 χιλιόμετρα πριν, πραγματοποιώ άλλο ένα φουλάρισμα του ρεζερβουάρ. Πρέπει να πάρω μια απόφαση. Σταματάω για 2ωρο ύπνο ή συνεχίζω; Έχω ήδη μια ώρα σταματημένος στο βενζινάδικο για να «ξεφορτώσω» 60 γιγαμπάιτ αρχείων της κάμερας που καταγράφει συνεχώς το δρόμο μπροστά μου.
Στο φέισμπουκ όλοι μου λένε «σταμάτα, η όψη σου είναι χάλια», αλλά παίρνω την απόφαση να φτάσω το συντομότερο στη Δανία βλέποντας το χρονόμετρο να έχει φτάσει στις 32 ώρες και έχοντας ακόμα 3.900 χλμ. μέχρι τον τερματισμό. Η Στοκχόλμη έχει κίνηση και έργα που ανακατευθύνουν το δρόμο. Χάνομαι, αλλά ξαναβρίσκω το δρόμο σχετικά εύκολα. Οι πινακίδες δείχνουν 480 χλμ για την επόμενη μεγάλη πόλη, το Χέλσιμποργκ. Ο καιρός είναι καλός και ο δρόμος πλέον δεν έχει «θέμα». Η κίνηση, όσο περνάει η ώρα, αραιώνει και οι μόνοι συνταξιδιώτες μου είναι τα φορτηγά στη δεξιά λωρίδα. Το GPS με ενημερώνει με τη φωνή της κόρης μου ότι φτάνω στην πρώτη γέφυρα. Δίνω την κάρτα μου στην υπάλληλο των διοδίων. Aυτό σε όλο το ταξίδι είναι ένας μπελάς, καθώς οδηγώ στα δεξιά και τα γκισέ των διοδίων είναι πάντα αριστερά. Το στρέτσιγκ όμως για να δώσω την κάρτα και ο κρύος αέρας από το ανοικτό παράθυρο με αναζωογονούν κάπως. Η υπάλληλος μου δίνει την κάρτα και μου εύχεται καλό δρόμο με την προτροπή να πιω ένα δυνατό καφέ. «Γιατί άραγε» αναρωτιέμαι; Έφτασα στη δεύτερη γέφυρα περνώντας από κάποια αστρική πύλη και τηλεμεταφέρθηκα σε δευτερόλεπτα μερικές δεκάδες χιλιόμετρα δυτικότερα. Η διαδικασία επαναλήφθηκε αλλά η ξανθιά υπάλληλος είχε μεταμορφωθεί σε ένα μουσάτο μελαχρινό. «Δεν είναι δυνατόν» μονολόγησα. «Πότε έφτασα στη δεύτερη γέφυρα;». Κοίταξα τα ρολόγια μου. Πέντε τα ξημερώματα έλεγε το ρολόι στον αριστερό καρπό και 43 ώρες το χρονόμετρο στο τιμόνι. Ώρα για ύπνο… Επειγόντως.
Παρασκευή 1 Νοεμβρίου
Πλέον η 7η πρωινή είναι η καθιερωμένη ώρα εκκίνησης. Ακόμα κι αν έχω κοιμηθεί σκάρτες δύο ώρες. Η μηχανή, ζεστή ακόμα, εκκινεί πρόθυμα. Η θερμοκρασία έχει επανέλθει σε θετικό πρόσημο, αν και φλερτάρει ακόμα με το μηδέν. Η καταχνιά από την πρωινή υγρασία θα εξαφανιστεί σε λίγο. Η κεντρική Ευρώπη απλώνεται μπροστά μου. «Επόμενος ύπνος στο Ταίναρο» αναφωνώ…
Η κορδέλα των αυτοκινητόδρομων αρχίζει να ξετυλίγεται μπροστά μου. Η Δανία τελειώνει γρήγορα. Η Γερμανία έχει σειρά. Στο CD το ομώνυμο κομμάτι ( το Deutschland των Rammstein) μου ανεβάζει το ηθικό και τους σφυγμούς. Αμβούργο, Αννόβερο, Μαγδεμβούργο, Λειψία, Δρέσδη. Autobahn και η Γερμανία τελειώνει όπως και το πετρέλαιο στο ρεζερβουάρ, καθώς περνάω τα σύνορα με την Τσεχία. Με τις… αναθυμιάσεις μπαίνω ανακουφισμένος στον επόμενο σταθμό ανεφοδιασμού. Βάζω για πρώτη φορά 86 λίτρα πετρέλαιο. «Μου έμεναν ακόμα 2» σκέφτομαι. Η ώρα είναι 5 το απόγευμα και 55 ώρες μετά την αναχώρηση από το Νόρντκαπ. Αρχίζει να βρέχει και τα έργα στην εθνική οδό της Τσεχίας, με τις συνεχές παρακάμψεις, αλλαγές λωρίδων, θυμίζουν κάτι από την εφιαλτική Κορίνθου-Πατρών πριν την ολοκλήρωση του έργου. Τουλάχιστον με κρατάει σε εγρήγορση.
Η Πράγα είναι γρήγορα παρελθόν, το Μπρνο πλησιάζει. Οι νταλίκες εμπόδιο πλέον για μια γρήγορη και ασφαλή οδήγηση. Πινακίδες ρουμάνικες, τούρκικες, βουλγάρικες σχεδόν αποκλειστικά αποκαλύπτουν το ποιόν οδήγησης των οδηγών τους. Στα αδιευκρίνιστα σύνορα (παραδέχομαι ότι ήμουν αδιάβαστος για αυτό το γεωγραφικό σημείο) με τη Σλοβακία και την Ουγγαρία γίνεται ο κακός χαμός. Οι νταλίκες έχουν τραβήξει χειρόφρενο, άναρχα τοποθετημένες στο δρόμο και επικρατεί αναβρασμός. Δεν γνωρίζω το λόγο, δεν είμαι σίγουρος αν βρίσκομαι σε Τσεχία ή Σλοβακία, σκέφτομαι ότι δεν έχω πάρει βινιέτα για Σλοβακία και κάνω ένα συνεχόμενο σλάλομ ανάμεσα σε σταματημένα φορτηγά.
Το Γκιόρ είναι η επόμενη πόλη που ανακοινώνουν οι πινακίδες. Είμαι σίγουρα στα σύνορα με την Ουγγαρία. Ο Σλοβάκος συνοριοφύλακας ψάχνει τη βινιέτα στο παρμπρίζ, του δείχνω την Τσέχικη και πατάω γκάζι αφήνοντάς τον με την απορία. Στον ουγγρικό αυτοκινητόδρομο Μ1 οι ευθείες είναι ατέλειωτες, η δεξιά λωρίδα μονίμως κατειλημμένη από νταλίκες που τουλάχιστον τώρα κινούνται με σταθερή ταχύτητα 80-90 χλμ την ώρα. Αριστερή και 110 εγώ, η Βουδαπέστη είναι 200 χλμ μακριά, τα σύνορα με τη Σερβία 400 και η κίνηση ομαλοποιείται. Είναι 10 το βράδυ: 60 ώρες στο χρονόμετρο και συνεχίζω ακάθεκτος. Μεσάνυχτα περνάω τη Βουδαπέστη και ξανά σε βενζινάδικο. Λέω να αρχίσω και ένα τρίτο χρονόμετρο για να μετράω τις ώρες από τη Δανία: αισίως είμαι στις 15 συνεχείς ώρες οδήγησης από το πρωί σε αυτό το ετάπ…
Σάββατο 2 Νοεμβρίου
Ημερολογιακά έχω αλλάξει ημέρα. Στο μυαλό μου όμως οι δύο πρώτες μέρες του Νοέμβρη θα είναι πάντα μία. Το μυαλό πασχίζει να κρατηθεί σε εγρήγορση, αλλά το safe mode επανέρχεται και δεν είναι καθόλου safe. Θυμάμαι να βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο φορτηγά σε έναν αργό ρυθμό των 50-60 χλμ και να ψαρεύουμε κάνοντας ένα συνεχές αργόσυρτο ζιγκ-ζαγκ. Οι οδηγοί των φορτηγών έχουν αναλάβει να προφυλάξουν το κίτρινο Λαντ Ρόβερ που φλερτάρει πότε με το δεξί χαντάκι και πότε με την τσιμεντένια μπαριέρα στα αριστερά «παίζοντας» με τα φώτα ή τους αεροτενόρους τους όταν η κατάσταση πάει να εκτροχιαστεί. Αντιλαμβάνομαι την κατάσταση σχεδόν ταυτόχρονα με την άφιξη στο σημείο ενός τρομερού ατυχήματος με τρία καμένα οχήματα στο χαντάκι, καμένα κορμιά στην άσφαλτο, πυροσβεστικά, ασθενοφόρα, αστυνομικά οχήματα με τους φανούς τους να δίνουν μια εξώκοσμη ατμόσφαιρα στη νυχτερινή λεωφόρο λίγα χιλιόμετρα πριν το Χόργκος, στα σύνορα με τη Σερβία. Οι εικόνες που αποτυπώθηκαν στο μυαλό σκληρές, αλλά και μια έκρηξη αδρεναλίνης με ξυπνά για τα καλά.
Προσπερνώ και αφήνω πίσω μου τους φύλακες άγγελούς μου, τις δύο νταλίκες, που κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα με «ντάντευαν». Τσεκάρισμα στο ουγγρικό φυλάκιο και λίγο αργότερο στο Σέρβικο. Η Σένγκεν είναι πίσω και βρίσκομαι σε τρίτη πλέον χώρα. Κλείνω το κινητό για να αποφύγω τις ακριβές χρεώσεις στην παροχή δεδομένων, θυμάμαι να προσέχω το όριο ταχύτητας και παίρνω το πρώτο χαρτάκι στα διόδια. Το Βελιγράδι, κάπου 180 χιλιόμετρα μακριά, κοιμάται βαθιά. Εγώ όχι και συνεχίζω για Νις ακόμα 90 χιλιόμετρα νοτιότερα. Αρχίζει να χαράζει στην απέραντη πεδιάδα της Σερβίας. Έχω αποφασίσει ότι θα το πάω σερί. Τα οδικά έργα μου βάζουν συνεχώς εμπόδια. Τα τιμωρώ παίρνοντας σε κάποια στιγμή παραμάζωμα καμιά δεκαριά κορίνες. Ευτυχώς, οι εργάτες δεν έχουν πιάσει δουλειά ακόμη…
Τα σύνορα με το κρατίδιο των βόρειων γειτόνων μας είναι πλέον κοντά και με το που μπαίνω φουλάρω το πιο φτηνό πετρέλαιο της Ευρώπης. Ένα ευρώ το λίτρο. Να κι ένα καλό που έχουν. Το μικρό κρατίδιο τελειώνει γρήγορα. Πριν βγω ξαναφουλάρω. Στο ελληνικό φυλάκιο των Ευζώνων περνώ με ανάμικτα συναισθήματα. Ελλάδα. Πατρίδα που με υποδέχεται με καταρρακτώδη βροχή χωρίς να με πτοεί. Στο μυαλό μια φωνή μου λέει: φτάνεις, κουράγιο και επίθεση. Είναι 1 μετά το μεσημέρι ώρα Ελλάδας, άρα 12 ώρα κεντρικής Ευρώπης. Είκοσι εννέα ώρες ξύπνιος, καρφωμένος στο τιμόνι του Ντισκάβερι, 74 ώρες και πολλές μοίρες νοτιότερα από το Νόρντκαπ. Ανοίγω το τηλέφωνο και τα μηνύματα έρχονται βροχή. Όλες οι εφαρμογές βαράνε ταυτόχρονα, σημάδι ότι έχω άπειρα αδιάβαστα μηνύματα αγωνίας. Απαντώ με ένα μαζικό ΟΚ σε όλους. Πιέζω το πεντάλ του γκαζιού λίγο περισσότερο.
Η καινούρια εθνική οδός πλέον είναι γρήγορη, για πότε φτάνω στα Μάλγαρα, στην Κατερίνη, στα Τέμπη, περνάω και θαυμάζω τα καινούρια τούνελ, βλέπω τον κάμπο της Λάρισας και να σου σε λίγο η Λαμία. Ένας δρόμος που περνάω για πρώτη φορά. Και τον πληρώνω κάθε τρεις και λίγο. Διόδια και πάλι διόδια. Το χρήμα και ο χρόνος τρέχουν σαν την άμμο στην κλεψύδρα. Αρχίζει να νυχτώνει και βρίσκομαι περίπου στο 110ο χλμ στο Κάστρο. Στο τηλέφωνο μιλάω με τον καλό φίλο και δημοσιογράφο Ιωσήφ Παπαδόπουλο για να επιβεβαιώσουμε το σημείο συνάντησής μας λίγο πριν από τα διόδια της Αττικής Οδού στη Μεταμόρφωση. Θα έρθει μαζί για το τελικό κομμάτι στην Πελοπόννησο. Η παρουσία ενός ανθρώπου στο κάθισμα του συνοδηγού είναι πρωτόγνωρο συναίσθημα σε αυτό το ταξίδι. Και η συνομιλία μας μου κάνει καλό. Τρομερά κουρασμένος, η πλάτη μου και τα μαλακά μόρια έχουν πιαστεί. Με ρωτάει αν θέλω να οδηγήσει. Αρνούμαι ευγενικά. Όχι, φίλε Ιωσήφ. Το ταξίδι είναι δικό μου. Αυτή η προσπάθεια είναι επική και θα ανήκει πάντα σε έναν.
Στην Τρίπολη η προγραμματισμένη συνάντηση με τον καλό φίλο Αργύρη Ζαμανάκη, παλιό Καμελοτροφίστα είναι ολιγόλεπτη. Θέλει να με βοηθήσει, να μου βρει ταβέρνα να φάω, μου προτείνει εναλλακτικές διαδρομές για Σπάρτη και άθελά του με βραχυκυκλώνει. Τρίπολη-Σπάρτη από τον παλιό δρόμο, Σπάρτη από τον καινούριο δρόμο του βουνού ή Καλαμάτα; Οι ασφάλειες του μυαλού κάνουν τσαφ η μία μετά την άλλη, υπερβολικά πολλές πληροφορίες για ένα μυαλό που είναι κοντά στις 40 ώρες στα «κόκκινα». Διαλέγω τη φαινομενικά γρήγορη διαδρομή για Καλαμάτα. Αυτό που ακολουθεί όμως, η διαδρομή από Καλαμάτα στον κωλοσούρτη για Καρδαμύλη, Στούπα, Οίτυλο, Αρεόπολη, δοκιμάζει μηχανή και ανθρώπινες αντοχές. Τόσες στροφές δεν είχε όλο το ταξίδι μαζί. Γκάζι, φρένο, στροφή, αλλαγές ταχυτήτων, ένα ανθρώπινο γυροσκόπιο που φτάνει στα όριά του.
Τα αυτοκίνητα που περνάνε μου φαίνονται μικροσκοπικά, ο δρόμος υπερβολικά στενός, οδηγώ περισσότερο στο κέντρο του και προς τα αριστερά κάνοντας τον Ιωσήφ να διαμαρτύρεται σιωπηλά, να πατάει κι αυτός φρένο, να αλλάζει τη στάση του σώματος σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τη «φρίκη που τρώει» με τον τρελό που έμπλεξε. Τα τελευταία χιλιόμετρα από την Αρεόπολη τα έχω κάνει στο παρελθόν ουκ ολίγες φορές. Αυτή τη φορά μου φάνηκαν τριπλάσια. Το GPS έρχεται σε αντίθεση μαζί μου σε κάθε διακλάδωση του δρόμου. Σε κάθε διασταύρωση παίρνω άλλο δρόμο από τον προτεινόμενο. Άνθρωπος VS Μηχανή. Ένα ταλαιπωρημένο μυαλό εναντίον των αλγόριθμων. Ποιος θα κερδίσει. Ποιος θα οδηγήσει το αυτοκίνητο στο τέλος της Ευρώπης; Και πότε; Πού στρίβω τώρα; Ή μήπως να πάω όλο ευθεία και στον διάολο να πάνε όλα;
Τελείως ράκος, κάνω την τελευταία επιλογή σε ένα τσιμεντένιο κατηφορικό δρόμο. Μπροστά μας ο δρόμος τελειώνει. Δύο μικρά αυτοκινούμενα, μια παρέα κοιμάται μπροστά στην ταμπέλα του αρχαιολογικού χώρου. Αυτό είναι, έφτασα, τέλος δρόμου, δεν έχει άλλο. Η λύτρωση. Σε ένα μικρό και ταπεινό σημείο, χωρίς καμιά αίγλη, όπως το σημείο εκκίνησης στο πολυδιαφημισμένο Nordkap, το ταξίδι μου τελειώνει. Η Ευρώπη οδηγικά τελειώνει εδώ. Προσπαθώ να το εμπεδώσω και ευτυχώς η παρουσία ενός άλλου ανθρώπου δίπλα μου με συγκρατεί για να μην εκτονώσω τα συναισθήματά μου με ένα τρόπο άγριο και ζωώδη. Γυρνώ το κλειδί και η μηχανή σβήνει. Τα χρονόμετρα σταματούν να μετράνε. Η ώρα είναι 12.45 μετά τα μεσάνυχτα και η ημέρα έχει πλέον αλλάξει. Είναι Κυριακή 3 Νοεμβρίου. Έχω οδηγήσει συνεχόμενα από τα περίχωρα της Κοπεγχάγης μέχρι το Ταίναρο, περνώντας κάθετα προς το νότο όλη την Ευρώπη, σε 40 ώρες και 45 λεπτά. Το επίσημο χρονόμετρο δείχνει 83 ώρες 45 λεπτά και 17 δευτερόλεπτα από την εκκίνηση στο Βόρειο Ακρωτήριο. Βγαίνω από το αυτοκίνητο καθώς ο Ιωσήφ φτιάχνει το «κρεβάτι» του στη θέση του συνοδηγού. Εγώ αποφασίζω να το γιορτάσω στην οροφή του Ντισκάβερι παρέα με τα τελευταία energy bars και ένα μπουκάλι γαλακτώδους πλήρους γεύματος που μου έμειναν. Κάτω από έναν γεμάτο αστέρια ουρανό και με τη συντροφιά του ανέμου έκλεισα τα μάτια…
Τίτλοι τέλους
Είχα ξεχάσει την αίσθηση της ανατολής κάτω από τον ελληνικό ουρανό. Το φως είναι διαφορετικό, ο άνεμος φέρνει την αλμύρα της θάλασσας και τη μυρωδιά του σχίνου, της ρίγανης και των λογής αρωματικών ξερικών χόρτων που ξυπνούν τις αισθήσεις. Το υπνομαντείο, ο αρχαιολογικός χώρος, ο κολπίσκος, η ξεραΐλα του τοπίου και το μονοπάτι που έπρεπε να περπατήσουμε μέχρι το τέλος του για να φτάσουμε στο φάρο του κάβου Ματαπά ήταν η ιεροτελεστία που έμενε να ολοκληρωθεί για να τελειώσει και τυπικά το ταξίδι. Ο Ιωσήφ ανέλαβε τη δουλειά του κινηματογραφιστή. Η συζήτησή μας έκανε την εύκολη πεζοπορία να περάσει σε χρόνο ρεκόρ. Φτάσαμε στο φάρο. Η ελληνική σημαία στον ιστό του κυμάτιζε κουρελιασμένη. Μαζί μου πάντα η δική μου ελληνική σημαία που έχει ταξιδέψει σε όλα μου τα ταξίδια στον κόσμο τα τελευταία 25 χρόνια, μαζί φυσικά και στο Νόρντκαπ, μαζί και στο Ταίναρο, έμελλε να μείνει για πάντα εκεί να κυματίζει περήφανη στον ιστό του νοτιότερου κομματιού γης της ηπειρωτικής Ελλάδας και του δεύτερου νοτιότερου της Ευρώπης. Η φροντίδα της τακτοποίησης της σημαίας μου στο σχοινί και το τελετουργικό της έπαρσης στον ιστό, ήταν λιτή και με μεγάλη συγκίνηση. Το απέραντο γαλάζιο, ο δυνατός άνεμος και ένας λαμπρός, αυτή τη φορά ελληνικός ήλιος, που θα μείνουν ανεξίτηλα στο μυαλό και την ψυχή μου, έριξαν τους τίτλους τέλους του ταξιδιού μου.