Tου Αλέξανδρου Ζέρβα.
Για να είμαι ειλικρινής, προσωπικά αδυνατώ να αντιληφθώ την έκπληξη πολλών μετά από μία ακόμη ωμή παρέμβαση των Ευρωπαίων «εταίρων» μας στα εσωτερικά της Ελλάδας, αυτή τη φορά για τη νέα παραπομπή του Ανδρέα Γεωργίου για την υπόθεση της διόγκωσης του ελλείμματος του 2009 από την ΕΛΣΤΑΤ. Είναι δεδομένο, άλλωστε, ότι ο εκάστοτε επικεφαλής της εν λόγω υπηρεσίας ήταν, είναι και θα είναι άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου, σε μόνιμη και στενή συνεργασία με την περίφημη Eurostat.
Κοινό μυστικό ήταν επίσης ότι τα οικονομικά στοιχεία κάθε έτους «μαγειρεύονταν επιμελώς», όχι μόνο για τη χώρα μας, αλλά για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη-μέλη της ΕΕ, σε απόλυτη συνεννόηση κι αγαστή συνεργασία με την εκάστοτε ευρωπαϊκή ηγεσία. Κάπως έτσι λοιπόν, ήταν απολύτως γνωστή.... η σκανδαλώδης επεξεργασία των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας από την κυβέρνηση Σημίτη, προκειμένου να μπει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, όπως και τα greek statistics της κυβέρνησης Καραμανλή.
Το πρόβλημα προέκυψε όταν η βαθιά οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια το δομικό πρόβλημα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Με άλλα λόγια, κάποιος έπρεπε να «πληρώσει το λογαριασμό» προκειμένου να σωθούν (κατά κύριο λόγο) οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Πρώτο υποψήφιο θύμα ήταν ο ελληνικός λαός, οπότε το τροπάρι άλλαξε εν μία νυκτί. Το ευρωπαϊκό διευθυντήριο «ανακάλυψε» πως «οι Έλληνες έκλεβαν», δίνοντας παράλληλα σήμα για νέο μαγείρεμα των οικονομικών στοιχείων από την κυβέρνηση Παπανδρέου και τον Ανδρέα Γεωργίου, με σκοπό τη στοιχειοθέτηση της επιβολής του μνημονίου. Απλά, όμορφα και παστρικά (για τα ευρωπαϊκά δεδομένα)…
Καθόλου περίεργη δε φαντάζει λοιπόν η παρέμβαση της Κομισιόν μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, προκειμένου να δηλώσει με κάθε επισημότητα ότι «παραμένει απολύτως σαφές ότι τα δεδομένα σχετικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος κατά την περίοδο 2010-2015 ήταν απολύτως αξιόπιστα και αναφέρθηκαν με ακρίβεια στην Eurostat». Οποιαδήποτε διαφορετική αντίδραση, θα ήταν σαν να παραδέχονται, πέραν πάσης αμφιβολίας, μια ακόμη «εγκληματική» λαθροχειρία. Και στην κατάσταση πανικού που δείχνει να βρίσκεται στην παρούσα χρονική συγκυρία η ευρωπαϊκή ηγεσία, μην περιμένετε ούτε ψήγματα αυτοκριτικής εκ μέρους της.
Από την άλλη, η ανακίνηση του όλου ζητήματος ίσως και να μην είναι εντελώς τυχαία, καθώς ο κουρνιαχτός που σηκώνει καλύπτει προς το παρόν άλλα ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, μοιάζει πολύ πιο βολικό για την κυβέρνηση να σηκώσει επικοινωνιακά το «λάβαρο της επανάστασης» απέναντι στους δανειστές για την εν λόγω υπόθεση, από το να αναγκαστεί να τοποθετηθεί για το ενδεχόμενο κατάργησης της ρύθμισης των 100 δόσεων και το φάσμα των επικείμενων κατασχέσεων σε χιλιάδες πολίτες.
Όπως και να 'χει πάντως, η παρελθοντολογία ανέκαθεν αποτελούσε ένα προσφιλές αποκούμπι για το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα κάθε φορά που έρχονταν τα δύσκολα. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα τα περισσότερα κόμματα δείχνουν να «βολεύονται» πολύ παραπάνω με τις ατέρμονες συζητήσεις για τις ευθύνες Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά, Τσίπρα και Βαρουφάκη ή ακόμη και για το ποιο από τα τρία Μνημόνια είναι το χειρότερο (λες κι οι συνέπειες τους δεν έρχονται κατά τρόπο ενιαίο). Ίσως πάλι να αντιλαμβάνονται πως το να έρθουν ενώπιος ενωπίω με το πραγματικό δράμα μεγάλων τμημάτων της ελληνική κοινωνίας, πιθανότατα θα τους φέρει και πρόσωπο με πρόσωπο με τις δικές τους σοβαρότατες ευθύνες.