Ξημέρωνε Χριστούγεννα κι' εμείς, αφημένοι στη θαλπωρή του Granduca, κοιτούσαμε έξω απ' το παράθυρο της "σοφίτας" τα ψαροκάϊκα και τους γλάρους, που είχαν βγει παγανιά για κάποιο ξεχασμένο ψάρι. Απολαύσαμε την πρωϊνή ζεστή σοκολάτα με το τσουρέκι, ακούγοντας στο ραδιόφωνο ιταλιάνικες παρόλες και τραγούδια, φουλάρισα την δεξαμενή του camper με νερό από την κοντινή βρύση και, χωρίς άλλη καθυστέρηση, "σαλπάραμε" για το Taranto. Η Gallipoli πάντως υπήρξε για μας κάτι περισσότερο από φιλόξενη. Όμορφη πόλη, ρομαντική, ήσυχη, ασφαλής, δωρεάν χώρος στάθμευσης, νερό, τι άλλο να ζητήσει κανείς; Και ήταν θαρρείς, ένα είδος προειδοποίησης όλα αυτά, αφού, ως γνωστόν, την γαλήνη διαδέχεται συνήθως η καταιγίδα. Στο Taranto λίγο έλειψε να τo εμπεδώσουμε αυτό...
Δεν προλάβαμε να μπούμε στο Taranto και μας "την έπεσαν" οι ζητιάνοι και οι τζαμοκαθαριστές! Μεγαλούπολη γαρ και λιμάνι, σκέφτηκα. Περιφερόμασταν κάμποση ώρα με το camper στους δρόμους της πόλης, ψάχνοντας απεγνωσμένα για μια θέση στον... ήλιο. Χώρος για στάθμευση, όμως, ούτε για δείγμα! Κάποια στιγμή, ενώ περνούσαμε πάνω απ' την σιδερένια γέφυρα που "χωρίζει" την λιμνοθάλασσα απ' τον ανοικτό κόλπο του Τάραντα, στο μυαλό μας ήρθε η γέφυρα του Ευρίπου! Λες και βγήκαν από καρμπόν, ένα πράγμα, οι δυο γέφυρες! Μοναδική διαφορά ότι το κάστρο της Χαλκίδας βρίσκεται στον λόφο πάνω απ' τη γέφυρα, ενώ του Τάραντα ακριβώς δίπλα της.
Περάσαμε λοιπόν την γέφυρα, στρίψαμε δεξιά και, ω του θαύματος, είδαμε ελεύθερο χώρο στάθμευσης δίπλα στη θάλασσα! Δεν πρόλαβα να δέσω το χειρόφρενο, να πάρουμε τα φωτογραφικά, να κλειδώσουμε και να βγούμε απ' το camper, όταν μας πλησίασε ένας Ιταλός γύρω στα σαράντα. Έχοντας δεμένη στη μέση του μια "μπανάνα", μας έδωσε να καταλάβουμε ότι ήταν υπεύθυνος για τον χώρο του πάρκινγκ και μας ζήτησε πέντε ευρώ, ρωτώντας συγχρόνως πόσο έχουμε σκοπό να μείνουμε. "Μία με δύο ώρες", του απάντησα και του έδωσα ένα πεντάευρω. "Απόδειξη δεν έχει"; ρώτησα. "Θα την βρείτε πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μόλις επιστρέψετε", ήταν η απάντησή του ενώ απομακρυνόταν.
Ανηφορίσαμε στο δρομάκι με την καπετάνισσα και περάσαμε δίπλα από μια υπαίθρια λαϊκή αγορά, μερικές δεκάδες μέτρα μακριά απ' το σημείο όπου είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο. "Δεν μ' αρέσει αυτός που μας πήρε τα πέντε ευρώ", μου είπε εκείνη την στιγμή η καπετάνισσα, και συμπλήρωσε. "Είναι εκεί, μαζί με άλλους τρεις, κάτι λένε μεταξύ τους, γελούν και ο ένας κατηφορίζει προς το αυτοκίνητο. Δεν θα έρθω μαζί σου εγώ. Θα μείνω στο τροχόσπιτο. Πήγαινε εσύ μια βόλτα στην πόλη, βγάλε τα πλάνα που θέλεις και πάμε να φύγουμε. Κάτι δεν μ' αρέσει εδώ. Έχε τον νου σου. Αν συμβεί κάτι θα σου τηλεφωνήσω αμέσως να επιστρέψεις". Έτσι και έγινε. Επέστρεψε εκείνη στο camper κι' εγώ περπάτησα μέχρι την γέφυρα. Το μυαλό μου όμως είχε μείνει πίσω κι' έτσι, δεν πέρασαν δέκα λεπτά, και της τηλεφώνησα. "Εντάξει", απάντησε εκείνη, "μην αργείς όμως πολύ..."
"Εντάξει" και "μην αργείς πολύ" είναι δυο πράγματα που δεν κολλάνε, σκέφτηκα. Στα κομμάτια οι φωτογραφίες και το βίντεο. Ερχόμαστε άλλη φορά εδώ, αν πράγματι είχαμε κάτι να δούμε και το χάσαμε. Επέστρεψα λοιπόν με γρήγορα βήματα στο αυτοκίνητο ψάχνοντας, καθώς πλησίαζα, τον "εισπράκτορα". Τον πήρε κάποια στιγμή το μάτι μου, τον πλησίασα και τον ρώτησα αν έκοψε την απόδειξη. "Aspeta", απάντησε εκείνος και φώναξε έναν ρακένδυτο κακομοίρη Ιταλό γύρω στα εξήντα. "Δεν δίνουμε αποδείξεις", μου είπε ο ρακένδυτος, ο οποίος εκτελούσε μάλλον χρέη "συντονιστή". "Αν θέλετε μπορούμε να γράψουμε σε ένα χαρτί το ποσό, να βάλουμε ημερομηνία και να το υπογράψουμε". Άρχισα να παίρνω ανάποδες, αλλά έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου γιατί δεν ήξερα πού μπορούσε να οδηγήσει όλο αυτό, ήμουν σε ξένη χώρα και δεν γνώριζα καλά και την γλώσσα. "Δεν θέλω ένα απλό χαρτί, αλλά μια κανονική απόδειξη parking", επέμεινα. Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τους τύπους, γιατί ο ρακένδυτος φώναξε εκείνη την στιγμή τον "εισπράκτορα" και του έδωσε κάποιες οδηγίες, διαβεβαιώνοντάς με συγχρόνως ότι σε λίγο θα μου φέρει την απόδειξη...
Είχα μουλαρώσει! Ήμουν αποφασισμένος να μείνω εκεί μέχρι να δω πού θα πάει το πράγμα. Μπήκα εν τω μεταξύ στο αυτοκίνητο και άκουσα με προσοχή την περιγραφή της καπετάνισσας γι' αυτά που είχαν προηγηθεί όσο εγώ έλειπα. "Ενώ μπήκα στο αυτοκίνητο και κλειδαμπαρώθηκα", άρχισε την διήγηση η καπετάνισσα, "ο ένας από τους τέσσερις πλησίασε και άρχισε να φέρνει βόλτες, προσπαθώντας να δει, ούτε εγώ κατάλαβα τι. Άνοιξα τότε τα σκίαστρα των παραθύρων, για να καταλάβει ότι ήμουν μέσα, και μετά από λίγο αυτός απομακρύνθηκε προς το μέρος των υπολοίπων σηκώνοντας και τα δύο του χέρια, λες και ήθελε να πει "δεν γίνεται τώρα γιατί είναι μέσα" ή "δεν υπάρχουν επιπλέον κλειδαριές ασφαλείας στις πόρτες". Να δεις που αυτοί είχαν σκοπό να μας ανοίξουν το αυτοκίνητο και τους χαλάσαμε την σούπα"!
Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και ο "εισπράκτορας" επέστρεψε κρατώντας στα χέρια του ένα απλό μπλοκ αποδείξεων είσπραξης, χωρίς σφραγίδα, και ένα στυλό. Δεν είχε προλάβει να γράψει κάτι, όταν του είπα. "Δεν μου κάνει αυτό. Διάλεξε λοιπόν. Ή μου δίνεις επίσημο μπιλιέτο ή μου επιστρέφεις τα πέντε ευρώ. Αν δεν κάνεις τίποτε από τα δύο, τηλεφωνώ στους καραμπινιέρους". Ο "εισπράκτορας" έδειξε να προβληματίζεται. Άνοιξε το τσαντάκι που είχε στη μέση του, έβγαλε ένα δεκάευρω και μου το έδωσε! "Έτσι μπράβο, τώρα είσαι εντάξει", του απάντησα και του έδωσα τα ρέστα λέγοντας. "Δεν μου λες τώρα, γιατί ο φίλος σου έφερνε βόλτα το αυτοκίνητο; Θέλατε να μας κλέψετε έτσι"; Ο "εισπράκτορας" χαμογέλασε αμήχανα και, ενώ απομακρυνόταν, είπε. "Όχι κύριε, εμείς δεν κάνουμε τέτοια...". Σιγά μην το παραδεχόταν...
Φύγαμε άρον άρον απ' το Taranto, αφού αγόρασα μερικά μανταρίνια και μια σαλάτα απ' τη λαϊκή. Ήταν προφανές ότι το μέρος δεν "μας σήκωνε". Η καπετάνισσα είχε άλλωστε θορυβηθεί. "Θα μας έκλεβαν, εάν μέναμε, είμαι σίγουρη. Άσε που μπορεί να το επιχειρούσαν το βράδυ, την ώρα που θα κοιμόμασταν! Θα παθαίναμε κι' εμείς αυτά που ακούμε να παθαίνουν κατά καιρούς κάποιοι άλλοι. Αυτοί ενδιαφερόντουσαν γι' αυτά που μπορεί να είχε το αυτοκίνητο μέσα και όχι για τα χρήματα του πάρκινγκ. Το πεντάευρω ήταν το δόλωμα. Σε είδαν και σένα με φωτογραφικές μηχανές και βιντεοκάμερες και σκέφτηκαν, ποιος ξέρει τι άλλα "καλούδια" κρύβονται εκεί μέσα. Γι' αυτό σε ρώτησαν πόση ώρα θα μείνουμε. Για να δουν εάν προλαβαίνουν να κάνουν τη "δουλειά" μέχρι να επιστρέψουμε. Τους καταλάβαμε όμως και γλυτώσαμε", έλεγε και ξανάλεγε η σύντροφός μου καθώς βγαίναμε απ' το Taranto...
Μ' αυτή την ψυχολογία πήραμε τον δρόμο προς την Matera. Είχαμε ακούσει πολλά, από τον φίλο μας τον Χρήστο, γι' αυτή την πόλη, και έτσι η ανυπομονησία και η περιέργειά μας υπερίσχυσαν κάθε άλλου συναισθήματος. Καθώς πλησιάζαμε στην περιοχή της Matera, το τοπίο άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει. Όχι ότι πλάκωσαν τα ψηλά βουνά και τα έλατα, βεβαίως, άρχισαν όμως να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους κάποιοι μικροί λόφοι. Οι σπηλιές μέσα στους βράχους μας έδωσαν το στίγμα της περιοχής που προσεγγίζαμε. Είδαμε την πινακίδα με την ένδειξη "castello" και τραβήξαμε προς τα κει.
Κατάφερα να στριμώξω τον "γαργαντούα" ανάμεσα σε δυο ι.χ., και περπατήσαμε μέχρι το κάστρο. Η Matera έχει πάντως άλλον "αέρα". Όλα εδώ ανατρέχουν στο παρελθόν. Μόνο το κάστρο μοιάζει σαν να το έχτισαν χθες! Μας άρεσε τόσο πολύ η κορυφή εκείνου του λόφου, πάνω απ' την πόλη, με το ψηλό καμπαναριό του καθεδρικού ναού να ξεχωρίζει πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, ώστε αποφασίσαμε να παρκάρουμε το camper σε ένα μικρό άνοιγμα δίπλα στο κάστρο. Ήταν άλλωστε ανήμερα Χριστουγέννων και έπρεπε, με κάποιο τρόπο, να δώσουμε λίγο χρώμα στο μεσημεριανό τραπέζι μας, αξιοποιώντας τις γαρίδες που είχαμε αγοράσει την προηγούμενη μέρα στην Gallipoli.
Το φαγητό εκείνης της ημέρας ήταν πέρα και πάνω από κάθε περιγραφή. Τέτοια γαριδομακαρονάδα είχα πολύ καιρό να γευτώ! Δεν είναι και λίγο να βρίσκεσαι δίπλα στο κάστρο της Matera και να τρως ανήμερα των Χριστουγέννων γαριδομακαρονάδα υπό το φως των κεριών! Τέτοιο εστιατόριο δεν κατάφερε ακόμη να βγάλει άδεια λειτουργίας! Δεν παρέλειψα βεβαίως να βιντεοσκοπήσω τις προσπάθειες της καπετάνισσας, τις οποίες θα δείτε, μεταξύ των άλλων, στο τέλος αυτού του άρθρου.
Και αφού οι αισθήσεις και το στομάχι μας πλημμύρισαν από γεύσεις, εικόνες και μυρωδιές, είπαμε να αποφύγουμε την μεσημεριανή σιέστα και να μεταφέρουμε το camper στο κέντρο της πόλης όπου, όπως απεδείχθη, είχαμε να δούμε πολλά και ενδιαφέροντα...
Η Matera είναι ένας από εκείνους τους τόπους που δεν μπορεί κανείς εύκολα να περιγράψει με λόγια. Με την παλιά κατεστραμένη πόλη των σπηλαίων, τα sassi, ένα φάντασμα του χθες στα πόδια της Matera του σήμερα, που μονοπωλεί όμως σχεδόν το ενδιαφέρον του επισκέπτη και το κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ουνέσκο χαρακτήρισε το 1993 τα sassi της Matera σαν μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ούτε ότι εδώ επέλεξε να γυρίσει το 2004 ο Mel Gibson την ταινία του "Το πάθος του Χριστού".
Η ευρύτερη περιοχή της Matera έχει κατοικηθεί από την παλαιολιθική περίοδο και θεωρείται από τις πιο παλιές πόλεις στον κόσμο. Στα σκαμμένα βράχια και τις σπηλιές (sassi) της Matera λέγεται ότι κατοίκησαν οι πρώτοι άνθρωποι που έφθασαν στην Ιταλία. Η πόλη είχε αισθητή παρουσία από τον 6ο π.Χ. αιώνα και απετέλεσε κομμάτι της ενδοχώρας της Μεγάλης Ελλάδας. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οχυρώθηκε το κέντρο της, η Πολιτεία, στην κορυφή ενός υψώματος 400 μέτρων, και κάτω ακριβώς από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες, σκαμμένες στον μαλακό, ασβεστώδη βράχο: το sasso caveoso (σπηλαιώδης βράχος) στα νότια και το sasso Barisano (βράχος του Μπάρι ή κατ’ άλλη εκδοχή των Βαρισίων, επιφανούς οικογένειας της Ρώμης) στα βορειοδυτικά της Πολιτείας.
Λόγω της μαλακής σύστασης του βράχου, οι τότε κάτοικοι είχαν δημιουργήσει ένα αξιοθαύμαστο και καλά μελετημένο δίκτυο δεξαμενών μέσα στην πέτρα με αρχικό σκοπό την περισυλλογή νερού, τόσο από τις ελάχιστες βροχές όσο και από την φυσική υγρασία, για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ανομβρίας που έπληττε την περιοχή. Παράλληλα χρησιμοποιούσαν τις ήδη υπάρχουσες σπηλιές, τις οποίες επεξέτειναν σκάβοντας τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη διάταξη, ως αποθηκευτικούς χώρους και στάβλους.
Με την κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον 5ο αιώνα μ.Χ., η περιοχή της Νότιας Ιταλίας υπέφερε από τις εισβολές των βορείων βαρβαρικών φυλών. Προς το τέλος του ίδιου αιώνα οι Βυζαντινοί, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και την διαίρεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είχαν ανασυνταχθεί πολιτικά και στρατιωτικά και επέστρεψαν στην Ιταλία επιδιώκοντας να ανακτήσουν τα εδάφη που είχαν χάσει. Το 551μ.Χ, ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον Ναρσή την αρχιστρατηγία για την εξόντωση των Γότθων, οι οποίοι λυμαίνονταν την Ιταλία. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες οι Γότθοι νικήθηκαν τον Οκτώβριο του 552 στην περιοχή της Πομπηίας, ενώ οι διάσπαρτες φρουρές τους παραδόθηκαν σταδιακά μέχρι και το 562 μ.Χ., οπότε και όλη η Ιταλία βρέθηκε υπό την εξουσία των Βυζαντινών. Με το θάνατο του Ιουστινιανού το 565 η Βυζαντινή αυτοκρατορία εκτεινόταν από τις Ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ) μέχρι τις παρυφές του Καυκάσου.
Κατά την περίοδο του Λέοντος του Γ΄, το 726 π.Χ., είχε ξεκινήσει στο Βυζάντιο η περίοδος της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.), η οποία προκάλεσε την διαίρεση της βυζαντινής κοινωνίας και τις σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ εικονομάχων (εικονοκλαστών) και εικονολατρών. Η διαμάχη, που έφτασε στα όρια του εμφυλίου πολέμου, ανάγκασε χιλιάδες μοναχούς, τους λεγόμενους Βασιλειανούς, να μεταναστεύσουν από την Συρία και την Καππαδοκία και να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, δίνοντας νέα ώθηση στην ελληνικότητα της περιοχής. Οι Βασιλειανοί μοναχοί αλλά και οι ιερείς με τις οικογένειες τους εγκαταστάθηκαν στη νότιο Ιταλία, συχνά σε υπόσκαφες πολιτείες, αντιγράφοντας τον τρόπο ζωής τους από την Καππαδοκία και τη Συρία, ενώ αναβίωσαν συγχρόνως την Ορθόδοξη Εκκλησία και το λειτουργικό τυπικό της.
Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν εμφανίσθηκε η απειλή των Αράβων και Σαρακηνών, οι οποίοι τον 9ο αιώνα πέτυχαν να κατακτήσουν την Σικελία και τη Νότιο Ιταλία στο ύψος των περιοχών Καμπανίας και Απουλίας, ενώ ταυτόχρονα διεκδικητές της περιοχής ήταν και οι Φράγκοι. Από τον 10ο αιώνα η απειλή των Αράβων υποχρέωσε τους κατακτητές της Ιταλίας να δεχθούν την επικυριαρχία του Βυζαντίου, η οποία έμελλε εν τέλει να είναι σύντομη. Σταδιακά, μέχρι το 1071, όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Bari, η βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία καταλύθηκε οριστικά.
Η χρυσή εποχή της Matera ανέτειλε το 1663, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της επαρχίας της Basilicata (από το όνομα των Βασιλειανών μοναχών) και έδυσε το 1803, όταν το κέντρο της επαρχίας μεταφέρθηκε στην Potenza. Από τότε και έπειτα μία παρατεταμένη περίοδος βαθειάς παρακμής οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στα όρια της εξαθλίωσης. Λόγω της στέρησης της διοικητικής της θέσης και των προνομίων που αυτή συνεπαγόταν, αλλά και εξ αιτίας της κρίσης της αγροτικής οικονομίας με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, η φτώχεια έπληξε τη Matera. Οι σπηλιές που άλλοτε χρησίμευαν μόνο ως αποθήκες, στάβλοι και δεξαμενές, σταδιακά άρχισαν να φιλοξενούν ολόκληρες οικογένειες, μαζί με όλο τους το βιος και τα ζωντανά τους.
Τα πιο πολλά από τα 3.000 σπίτια των τριών συνοικιών της πόλης ήταν κυριολεκτικώς σπηλιές στον βράχο, τα δε υπόλοιπα είχαν και ένα χτισμένο τμήμα στο εξωτερικό του και μόνο το 10% ήταν κανονικά οικοδομήματα. Eπίσης, περισσότερες από 100 εκκλησίες της πόλης ήταν κατά ένα τμήμα τους εντελώς μέσα στους βράχους.
Η ζωή μέσα στις σπηλαιώδεις αυτές κατοικίες φαντάζει απίστευτη. Σε μια κατοικία που έχει διατηρηθεί όπως ήταν πριν από την οριστική εκκένωση, άνθρωποι, ζώα, εργαλεία, φαγώσιμα και χρηστικά αντικείμενα βρίσκονταν στον ίδιο ενιαίο χώρο, με μια μικρή μόνο εσοχή για αγροτικά σύνεργα ή τη γούρνα του νερού. Τα παιδιά, συνήθως πάνω από τρία, κοιμούνταν στο ίδιο κρεββάτι με τους γονείς, σε άλλα έπιπλα που είχαν διπλή χρήση ή και στα συρτάρια, ενώ η υγρασία της πέτρας και η έντονη μυρωδιά της μούχλας διαπερνάει το σώμα, ακόμη και κατά την ολιγόλεπτη επίσκεψη. Το σκηνικό της εγκατάλειψης συμπληρωνόταν και από την έλλειψη κρατικών παροχών, όπως ηλεκτρισμός και αποχετευτικό σύστημα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το τέλος της τρωγλοδυτικής ζωής για τους κατοίκους των sassi της Matera ήρθε το 1952, όταν ο τότε ισχυρός πολιτικός άνδρας Aldice de Gaspari, εντυπωσιασμένος από τις περιγραφές του Κάρλο Λέβι στο βιβλίο "Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι" επισκέφθηκε τη Matera και εξέδωσε άμεσα μια σειρά από ειδικούς νόμους βάσει των οποίων 15.000 κάτοικοι των sassi μεταφέρθηκαν σε καινούργιες συνοικίες της Πολιτείας που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με ειδικό ρυθμιστικό αρχιτεκτονικό σχέδιο για την ανακούφιση της περιοχής. Η εκκένωση των σπηλαίων διήρκεσε από το 1953 μέχρι το 1968, οπότε και η ιδιοκτησία των σπηλαιωδών κατοικιών πέρασε στο κράτος, το οποίο έκτοτε αδράνησε και πάλι ως προς την αξιοποίησή τους.
Σήμερα, η Matera και ιδίως τα sassi, δεν είναι απλώς ένα εντυπωσιακό τοπίο του ιταλικού νότου. Η πόλη έχει αναγεννηθεί, αφού από το 1986 η κυβέρνηση άρχισε να παραχωρεί την χρήση των σπηλαίων σε ιδιώτες για 99 χρόνια με τον όρο της επιδοτούμενης (σε ποσοστό από 40% μέχρι 60%) αναπαλαίωσής τους. Από το 1993 τα sassi της Matera συμπεριλαμβάνονται στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξαιρετικό δείγμα τρωγλοδυτικής εγκατάστασης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, απόλυτα προσαρμοσμένης στο έδαφος και το οικοσύστημα, στην οποίαν ανακαλύφθηκαν ίχνη αντιπροσωπευτικά σημαντικών σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας και εξέλιξης. Κι' έτσι το υποβλητικό σκηνικό απέκτησε ξανά ζωή, πολιτιστική αξία και περίπου 5.000 μονίμους κατοίκους.
Το ίδιο βράδυ, αφού μείναμε κάμποση ώρα να παρακολουθούμε από ψηλά το απόκοσμο τοπίο των sassi, με τον φωταγωγημένο καθεδρικό ναό να ρίχνει το φως του στις γύρω πλαγιές και τις λιγοστές κατοικημένες βραχοσπηλιές, περπατήσαμε στους δρόμους της Matera, χαμένοι ανάμεσα σε πλήθος κόσμου που περπατούσε κι' αυτός χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Όμορφη πόλη η οποία, αν και ζει σε σύγχρονους ρυθμούς, διατηρεί ωστόσο τον ρομαντισμό και το "άρωμα" μιας άλλης εποχής. Παρά το τσουχτερό κρύο, δεν θέλαμε να επιστρέψουμε στο camper.Το σημείο όπου το είχαμε αφήσει ήταν πολύ προνομιούχο, αφού απείχε ελάχιστα μέτρα απ' το κέντρο της Matera και την είσοδο στα sassi. Αν δεν είχαμε μετακινηθεί εκεί το μεσημέρι εκείνης της μέρας, ακόμη θα γυροφέρναμε για να βρούμε ελεύθερο χώρο να παρκάρουμε! Το ωραίο μάλιστα ήταν ότι είκοσι μέτρα μπροστά μας υπήρχε δημοτική βρύση με τρεχούμενο νερό!
Με κρύα καρδιά αφήσαμε το άλλο πρωί την Matera, δίνοντας την υπόσχεση στον εαυτό μας πως εάν κάποτε βρεθούμε και πάλι στον ιταλικό νότο, αυτή θα είναι μία από τις πόλεις που θα θέλαμε να ξαναδούμε. Και για να πω την αλήθεια, θα ήθελα να μείνουμε, για μια νύκτα έστω, σε ένα από τα διαμορφωμένα σε ξενοδοχεία βραχόσπιτα των sassi. Για κάτι τέτοιo θα έκανα την καρδιά μου πέτρα και θα αποχωριζόμουν για ένα βράδυ την σοφίτα του Granduca...
Στις παρυφές του Alberobello άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες μεμονωμένες κατοικίες, με την χαρακτηριστική πέτρινη οροφή σε σχήμα κώνου. Αυτό, για είμαι ελικρινής, μας μπέρδεψε λίγο γιατί οι πληροφορίες του Χρήστου, αλλά και κάποιες σχετικές φωτογραφίες που είχαμε δει στο καράβι, έδειχναν ένα ολόκληρο χωριό με παρόμοια σπίτια. Το πόσο δημοφιλές είναι το Alberobello και τα trulli, το καταλάβαμε τελικώς γρήγορα, γιατί και να θέλαμε να χαθούμε οι πινακίδες που παραπέμπουν σ' αυτό δεν θα μας άφηναν!
Καθώς έφερα γύρω ένα τετράγωνο ψάχνοντας θέση να παρκάρω, πέσαμε πάνω σχεδόν στην είσοδο ενός οργανωμένου camping για αυτοκινούμενα τροχόσπιτα, με παροχή νερού, ρεύματος, σημείο απόρριψης γκρίζων νερών και λυμμάτων τουαλέτας, και σύνδεση internet! Οκτώ ευρώ το κόστος παραμονής, δίπλα ακριβώς στην είσοδο του χωριού και την εκκλησία! Δεν πρόλαβα να ρωτήσω αν στην τιμή αυτή περιλαμβανόταν η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και η σύνδεση internet, αλλά λίγη σημασία είχε για μας, αφού δεν είχαμε σκοπό να διανυκτερεύσουμε εκεί. Νερό πάντως πήραμε, χωρίς ξεχωριστή χρέωση.
Το Alberobello είναι πασίγνωστο για τα περίεργα σπίτια του, με τις ακόμη πιο περίεργες στέγες τους. Πρόκειται για ένα μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής που έχει επιβιώσει από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τις ημέρες μας. Τα σπίτια αυτά έχουν το χαρακτηριστικό όνομα "trulli". Για το κτίσιμό τους δεν χρησιμοποιήθηκε οικοδομική λάσπη. Οι πέτρες τοποθετούνται απλώς και ακουμπούν η μία πάνω στην άλλη. Χαρακτηριστικές είναι οι στέγες τους που έχουν σχήμα κωνικού καπέλλου. Σε πολλές μάλιστα από αυτές έχουν ζωγραφιστεί παγανιστικά σύμβολα ή σύμβολα μαγείας. Υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικώς με την προέλευση της τεχνικής των trulli. Στη Μέση Ανατολή έτσι έκτιζαν τους τάφους των νεκρών χιλιάδες χρόνια πριν. Λέγεται επίσης ότι μ' αυτόν τον τρόπο κτισίματος ήταν εύκολη η αποσυναρμολόγηση της στέγης του σπιτιού και η αποφυγή καταβολής φόρων!
Μιλάμε πάντως για φοβερή τουριστική "παγίδα", η οποία βοηθά ένα ολόκληρο χωριό να συντηρείται από τους εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες οι οποίοι επισκέπτοντα τα trulli κάθε χρόνο. Πολλά από τα περίεργα αυτά και χαριτωμένα σπίτια μιας μοναδικής "Λιλιπούπολης", αν όχι τα περισσότερα, έχουν μετατραπεί σε εστιατόρια και καταστήματα πώλησης ειδών τοπικής χειροτεχνίας και αναμνηστικών δώρων. Άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν συνεχώς σαν τα μυρμήγκια στα trulli, χαζεύοντας, φωτογραφίζοντας ή αγοράζοντας.
Υπάρχουν δύο "συνοικίες" trulli στο Alberobello. Η συνοικία Monti και η συνοικία Aja Piccola. Η δεύτερη είναι λιγότερο εμπορική και γι' αυτό περισσότερο αυθεντική. Υπάρχουν επίσης κάποιες διαφοροποιήσεις στα σπίτια αυτά εσωτερικά, αλλά και στην εξωτερική όψη της στέγης τους. Υπάρχει π.χ. το δίπατο Trullo Sovrano, με άνετους εσωτερικούς χώρους, αρκετά δωμάτια στο υπόγειο, κήπο και δεύτερο όροφο για την φιλοξενία των επισκεπτών. Υπάρχει επίσης το Trullo Siamese, με διπλή στέγη. Λέγεται ότι εκεί έζησαν κάποτε δίδυμοι Σιαμαίοι, αν και το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για δύο σπίτια που έχουν κοινή στέγη.
Η στέγη της εκκλησίας του χωριού δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Είναι κι' αυτή κατασκευασμένη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, σαν μια προσπάθεια, θαρρείς, να δέσει αρμονικά με τα υπόλοια trulli της σύγχρονης ιταλικής Λιλιπούπολης! Χωρίς καμμία επιφύλαξη προσθέσαμε και το Alberobello στα μέρη που θα θέλαμε να ξαναεπισκεφτούμε και φύγαμε προς το Castellana Grotte έχοντας αποκομίσει τις καλύτερες εντυπώσεις...
Αν πω τώρα ότι το Castellana Grotte με εντυπωσίασε, θα πω ψέματα! Και μιλώ σε πρώτο πρόσωπο γιατί η καπετάνισσα φοβήθηκε πως θα κουραστεί στην μεγάλη διαδρομή (μήκους τριών χιλομέτρων) που επέλεξα, και έμεινε στο camper (και δεν έχασε). Και να σκεφτεί κανείς ότι το σπήλαιο της Castellana είναι ένα από τα πιο διαφημισμένα σταλακτιτικά σπήλαια της Ευρώπης! Και δεν με εντυπωσίασε, όχι μόνο γιατί πλήρωσα ένα σκασμό λεφτά για να ακολουθήσω την διαδρομή των τριών χιλιομέτρων, όχι μόνο γιατί έχασα το γκρουπ που προηγήθηκε και χρειάστηκε να περιμένω δύο ώρες μέχρι να έρθει η σειρά του επόμενου, αλλά και γιατί νομίζω ότι μερικά από τα δικά μας σπήλαια στην Ελλάδα είναι πολύ καλύτερα!
Το σπήλαιο της Αλιστράτης Σερρών, επί παραδείγματι, αλλά και του Αγίου Γεωργίου είναι δύο από αυτά, για να μην αναφέρω και τα σπήλαια Διρού στην Πελοπόννησο. Αυτό δε που θεώρησα υπερβολικό είναι ότι η φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση στο Castellana Grotte επιτρέπεται μόνο στην πρώτη μεγάλη αίθουσα, που φωτίζεται από το φως της ημέρας καθώς αυτό περνάει μέσα από την τρύπα της οροφής του σπηλαίου. Όταν ρώτησα την ξεναγό ποιος ήταν ο λόγος της απαγόρευσης, εκείνη μου απάντησε ότι η φωτογράφιση θα μπορούσε να δημιουργήσει καθυστέρηση στην προώθηση ενός πολυμελούς γκρούπ και στην ολοκλήρωση της ξενάγησης μέσα στον προκαθορισμένο χρόνο! Απάντηση όχι ικανοποιητική βεβαίως, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.
Μετέφερα, έτσι, άδικα την φωτογραφική και την βιντεοκάμερα, αλλά δεν στενοχωρήθηκα και πολύ γιατί, ακόμη και αν επιτρεπόταν η χρήση τους, αμφιβάλλω αν θα τις χρησιμοποιούσα! Το σπήλαιο Castellana ανακαλύφθηκε το 1938 από τους Franco Anneli και Vito Matarrese. Η πιο εντυπωσιακή αίθουσα του σπηλαίου πάντως ήταν η "Λευκή", στο τέλος της διαδρομής, με τους λευκούς και απαστράπτοντες σταλακτίτες να την κατατάσσουν σαν την πιο λαμπερή και φωτεινή αίθουσα σπηλαίου παγκοσμίως.
Μείναμε στο ανοικτό πάρκινγκ για τροχόσπιτα εκείνο το βράδυ, καμμιά εκατοστή μέτρα απ' την είσοδο του σπηλαίου (η σχετική πινακίδα μιλούσε για χρέωση 5 ευρώ). Κάποια στιγμή πλησίασε ένας Ιταλός, ελληνικής καταγωγής, ο οποίος εκτελούσε χρέη φύλακα, και μας είπε ότι μπορούμε να διανυκτερεύσουμε εκείνο το βράδυ χωρίς χρέωση. Μας συνέστησε δε, σε περίπτωση που θέλουμε να φύγουμε, να σηκώσουμε απλώς την κατεβασμένη μεν, ξεκλείδωτη δε, μπάρα στην έξοδο. Παλιά μας τέχνη κόσκινο να σηκώνουμε μπάρες, σκέφτηκα! Δεν υπήρχαν, άλλωστε, παρά δύο μόνο αυτοκινούμενα σε ολόκληρη την έκταση του parking, το οποίο δεν διέθετε άλλες παροχές πλην της στάθμευσης. Τόσο ήσυχο ύπνο, πάντως, είχαμε καιρό να κάνουμε στο camper...
Η Ostuni ήταν η τελευταία κωμόπολη στον δρόμο μας προς το Brindisi. Βρήκαμε εύκολα χώρο parking για campers και λεωφορεία, στην είσοδο της πόλης, κάτω απ' την σκιά του κάστρου και με τις δημόσιες τουαλέττες και το νερό σε απόσταση είκοσι μόλις μέτρων (πρώτης τάξεως ευκαιρία για το άδειασμα της κασετίνας του wc). Υπήρχαν βεβαίως παρκόμετρα, αλλά τα αγνοήσαμε, ακολουθώντας το παράδειγμα των υπολοίπων ιδιοκτητών camper που δεν άργησαν να παρκάρουν δίπλα μας. Δεν είχαμε πάντως κανένα παράπονο. Όλα πήγαν κατ' ευχήν σ' εκείνο το ταξίδι, παρ' όλο που ήταν Δεκέμβρης. Ο καιρός δεν μας χάλασε το χατήρι, αφού δεν χρειάστηκε να κρατήσουμε ομπρέλλα, παρά μόνο μία φορά (εκείνο το βράδυ στην Gallipoli), βρήκαμε παντού ήσυχους, ασφαλείς και ανέξοδους χώρους να παρκάρουμε ή να διανυκτερεύσουμε, και νερό να γεμίσουμε την δεξαμενή του camper.
Η περιοχή γύρω από την κωμόπολη Ostuni κατοικήθηκε από την παλαιολιθική εποχή. Η πρώτη πόλη, που είχε ιδρυθεί από μια Μεσσαπική φυλή, καταστράφηκε από τον Αννίβα. Οι Έλληνες, στη συνέχεια, την οικοδόμησαν και πάλι δίνοντάς της το όνομα Ostuni που προέρχεται από τις λέξεις "άστυ" και "νέον" (νέα πόλις). Η Ostuni άλλαξε πολλά χέρια κατά την διάρκεια των αιώνων. Από το 996 που ήταν στην κατοχή των Νορμανδών, μέχρι το 1507 που πέρασε στα χέρια της Ισαβέλλας, Δούκισσας του Μπάρι και συζύγου του Gian Galeazzo Sforza, Δούκα του Μιλάνου. Τα χρόνια εκείνα της Ιταλικής Αναγέννησης η Ostuni γνώρισε την χρυσή εποχή της. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου η Ισαβέλλα προστάτευσε τους ουμανιστές και τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
Μετά τον θάνατο της Ισαβέλλας το 1524, η Ostuni πέρασε σαν προίκα στα χέρια της κόρης της, Bona Sforza, που ήταν σύζυγος του βασιλιά της Πολωνίας Sigismund II Augustus. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησής της από την Bona Sforza, η πόλη συνέχισε να απολαμβάνει των ίδιων προνομίων. Το 1539 κτίσθηκαν πύργοι σε όλο το μήκος της παραλίας για να προστατευθεί η πόλη από τις επιθέσεις των Τούρκων που ήλεγχαν εκείνη την εποχή την Βαλκανική χερσόνησο. Σ' αυτούς τους πύργους, οι οποίοι σώζονται ακόμη, υπήρχαν μόνιμοι φρουροί που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με την χρήση πυρσών.
Ανηφορίσαμε στο δρομάκι που οδηγεί προς την καστροπολιτεία, την παλιά πόλη της Ostuni η οποία θεωρείται ένα αρχιτεκτονικό διαμάντι και αναφέρεται συνήθως σαν "La Citta Bianca" (η λευκή πόλη) εξ αιτίας της κυριαρχίας του λευκού στην αρχιτεκτονική και στους τοίχους των κτιρίων της. Μνημείο από μόνο του, και το μεγαλύτερο κτίριο της πόλης, είναι ο καθεδρικός ναός και το παλάτι του Επισκόπου (Bishop's Palace). Πολλά ακόμη αρχοντικά υπάρχουν στην παλιά πόλη της Ostuni που ανήκουν σε αριστοκρατικές οικογένειες της περιοχής. Λέγεται ότι η περιοχή της Ostuni και η παραλία της είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής τουριστικός προορισμός κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, οπότε ο πληθυσμός της πόλης υπερτριπλασιάζεται.
Φθάνοντας στο Brindisi και λίγο πριν επιβιβαστούμε στο πλοίο που θα μας έφερνε πίσω στην Ελλάδα, νοιώθαμε "χορτάτοι" από τις εικόνες και τις εμπειρίες εκείνων των δέκα ημερών. Μπορεί να μην είχαμε ζήσει την ζεστασιά των Χριστουγέννων κοντά στους δικούς μας ανθρώπους, μπορεί να μην ανταλλάξαμε δώρα και να μην κάναμε βόλτα στα στολισμένα μαγαζιά της Αθήνας, ζήσαμε όμως κάτι που καμμιά τυπική Χριστουγεννιάτικη γιορτή δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Ζήσαμε και θα φυλάξουμε, σαν πολύτιμη παρακαταθήκη στο μυαλό και στην ψυχή μας, την ζεστασιά και την φιλοξενία των Γκρεκάνων της Απουλίας, την πίστη και την θέλησή τους να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, την γλώσσα και τις παραδόσεις τους.
Νοιώσαμε πολύ τυχεροί και ευλογημένοι που γνωρίσαμε τον καθηγητή Salvatore Sicuro, χαρούμενοι και υπερήφανοι για την Σοφία Τσολάκη, τον Marco Mattia, τον καθηγητή Carmine Greco, τον φαρμακοποιό Luigi Greco. Και αν με ρωτήσετε πού θα ήθελα να περάσω τις ημέρες των Χριστουγέννων του 2011, θα σας απαντούσα ότι θα ήθελα να είναι καλά ο Salvatore Sicuro και να τις περάσουμε μαζί του. Ίσως γιατί έτσι θα μπορέσω να αντλήσω περισσότερη αισιοδοξία και ελπίδα πως δεν χάθηκαν ακόμη όλα. Ότι αυτά που χάσαμε εμείς εδώ, κάποιοι στην Μεγάλη Ελλάδα τα κρατούν στην ψυχή τους για πάντα...
Ευχαριστώ τον κ. Μάνεση της ναυτιλιακής εταιρείας "Endeavor Lines" για την ευγενική παραχώρηση των εισιτηρίων. Την φιλόλογο καθηγήτρια κ. Φωτεινή Καϊμάκη και τον σκηνοθέτη Alessandro Σπηλιωτόπουλο για τις πολύτιμες πληροφορίες τους. Τον αειθαλή ελληνολάτρη καθηγητή κ. Salvatore Sicuro για την αξέχαστη συντροφιά του, και την καλή μου φίλη Γεωργία Βλάττα, για το όμορφο μοντάζ που έκανε στο βίντεο, το οποίο κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες κατάφερα να τραβήξω.
Ιστορικά στοιχεία αυτών των άρθρων δανείστηκα από διάφορα έντυπα, που συγκεντρώσαμε κατά την διάρκεια του ταξιδιού μας, και από το διαδίκτυο.