Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Η "Καλλίπυγος" στους πέντε ωκεανούς. Ταξιδεύοντας στο μεγάλο κοραλλένιο φράγμα.

Συνέχεια από το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/travels/2059-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-paratherismos-stin-afstralia

Καθώς είχαμε περάσει ένα τετράμηνο καθηλωμένοι στο ίδιο μέρος, μας έπιασε πραγματική φούρια. Κουρδισμένοι απ’ όλες τις προετοιμασίες, ήμασταν πλέον πανέτοιμοι να σαλπάρουμε προς τα βόρεια. Εκτός από δυο ανούσια βροχερά χαμηλά βαρομετρικά, ο τελευταίος μήνας της κυκλωνικής περιόδου πέρασε ανώδυνα, σημαίνοντος ταυτόχρονα την έναρξη του νοτίου φθινοπώρου.
Για τις έσχατες λεπτομέρειες μεθορμίσαμε στο παράκτιο Μάνλεϊ. Αγκυροβολημένοι έξω από τη μεγάλη μαρίνα, προμηθευτήκαμε ό,τι έλειπε στ’ ατελείωτα τσεκ λιστ. Η Άννα Μαρία «ξέθαψε» σε μαγαζί μεταχειρισμένων ηλεκτρικών ειδών ένα φορητό ψυγειάκι αυτοκινήτου, μαζί μ’ ένα φορητό εκτυπωτή. Αναπάντεχα και πολύ φτηνά προστέθηκαν έτσι στις ανέσεις μας. Κρύο νερό και η ικανότητα να λαμβάνουμε τυπωμένους μετεωρολογικούς χάρτες.

Σε λίγες μέρες προβλεπόταν το πρώτο ψυχρό μέτωπο του φθινοπώρου, με την ακολουθία ούριων γαρμπήδων. Δεν έπρεπε ν’ αφήσουμε να χαθεί η ευκαιρία για την πραγματοποίηση του πρώτου μας μπράτσου των 150 ν.μ. έως το νησί Φρέϊζερ. Από κει αρχίζει το «μεγάλο κοραλλένιο φράγμα» όπως αποκαλείται η σπονδυλωτή σειρά κοραλλένιων υφάλων και νησίδων. Απλώνεται επί δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα παράλληλα στις τροπικές ακτές, παρέχοντας απεριόριστες δυνατότητες αγκυροβολίου και τελειώνει στα υφαλόσπαρτα Στενά του Τόρες. Με άλλα λόγια, εάν το επιθυμούσαμε, θα καλύπταμε αυτή την τεράστια απόσταση με ημερήσιους πλόες και χάρη στους ούριους Ν.Α. αληγείς προβλέπαμε μια πραγματικά μοναδική κρουαζιέρα.
Τελευταίες μέρες λοιπόν κάνουμε μια ύστατη μπουγάδα και συμπληρώνουμε νερά και καύσιμα. Την Κυριακή έρχονται να μας αποχαιρετήσουν οι Ελληνοαυστραλοί φίλοι μας με τις οικογένειες τους. Μόλις είκοσι μέτρα πιο πέρα ο Παξινός θαλασσοπόρος Θωμάς Γραμματικός οργανώνεται κι αυτός για απόπλου, με τη διαφορά ότι δεν βιάζεται, αφού επιθυμεί να παραμείνει άλλον ένα χρόνο στην Αυστραλία, ενώ ενδέχεται να επιστρέψει στο Ιόνιο σε πέντε ή έξι χρόνια. Μικρό το σκάφος, αλλά μεγάλη καρδιά και μπόλικη όρεξη για περιπέτειες! Ο κιτρινοβαμμένος «Κατακτητής», λόγω υπέρβαρου, αποκαλείται «κίτρινο υποβρύχιο», παρ’ όλο που ο Θωμάς τον αλάφρυνε, αποστέλλοντας ταχυδρομικώς στην Ελλάδα μια τεράστια κούτα με βιβλία και ενθύμια.
Στις 10 Απριλίου, τελικά, σαλπάρουμε με ευνοϊκή παλίρροια κι ανάπλωρο γρέγο. Αλλεπάλληλα τακ ανάμεσα στους σημαντήρες των αβαθών μάς οδηγούν τ’ απόγευμα στην μπούκα του κόλπου Μόρετον. Για να μη μας βρει η νύχτα στη στενή καραβογραμμή, λοξοδρομούμε κόβοντας ανάμεσα στις αμμώδεις ρηχοτοπιές. Τα πελαγίσια κύματα σκάνε γύρω μας, ενώ οι ξέρες αποκαλύπτουν τα αφρισμένα τους δόντια. Ο φωτισμός ευνοεί για να διακρίνουμε τις καφετιές προσχώσεις και σε λιγότερο από μία ώρα αναπλέουμε ελεύθερα στο πέλαγος. «Ο πουνέντης κι ο Γαρμπής σαν βραδιάσει θα τον δεις», πράγματι μόλις μάβιασε το πορφύρισμα της δύσης, ο άνεμος άρχισε να σιγοντάρει, μπατάροντας απόσπερος σπιλιαδωτός. Με τον στεριανό αγέρα κοπάζει η θάλασσα και πλαγιοδρομούμε ολοταχώς. Τόσο καιρό αταξίδευτοι, δεν κάνουμε χουζούρι την πρώτη νύχτα, αλλά τουλάχιστον προχωρούμε ενθαρρυντικά, γνωρίζοντας ότι ο πουνέντης θα βοηθήσει το δύσκολο κατάπλου στα ρηχά στενά, νότια του νησιού Φρέϊζερ. Ξημερώματα συνεννοούμαστε ραδιοφωνικά με την ακτοφυλακή, που μας μεταδίδει οδηγίες για το διάπλου του ύπουλου αμφίγειου. Τα δυνατά παλιρροϊκά ρεύματα μετακινούν ολοένα τους αμμώδεις υφάλους, ενώ όταν φυσάει έστω μπουκαδούρα, δημιουργούνται τεράστια σκαστά κύματα στο ρηχό πέρασμα, αποκλείοντας την είσοδο. Μουδάροντας, ελαττώνουμε την ταχύτητα για να συμπέσει η άφιξη με τη μέση της φουσκονεριάς. Παρ’ όλες τις τέλειες συνθήκες, καταπλέουμε σερφάροντας τη ρεστία και με την τελευταία γερή τσουλήθρα εισχωρούμε στ’ απάγκιο της αμμουδερής πούντας.
Μεγαλύτερο αμμώδες νησί στον κόσμο, το Φρέϊζερ, μήκους 90 ν.μ., αποτελεί εθνικό πάρκο με μοναδικά είδη ελόβιων πουλιών και ζώων. Στους ομαλούς λοφίσκους φυτρώνει το περιβόητο δέντρο «σατίνα», το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της Διώρυγας του Σουέζ. Στην απέναντι όχθη της ομώνυμης λιμνοθάλασσας η περιοχή φημίζεται για το ζαχαροκάλαμο και το απαίσιο ρούμι της! Τις επόμενες πέντε μέρες θα διαπλεύσουμε αργά το μακρόστενο και πολύνησο κανάλι, περιμένοντας πάντα το ευνοϊκό ρεύμα και διασκεδάζοντας με τους αμέτρητους γερανούς, τους ερωδιούς, τα ίβις και τις νερόκοτες στα πυκνά παρόχθια δάση. Όπου φουντάραμε, συναντούσαμε μικρά ερασιτεχνικά αλιευτικά, καθώς οι Αυστραλοί επιδεικνύουν, αδιανόητα για μας, ένα ασυλλόγιστο πάθος με τα λασπόψαρα!
Η πολυομβρία ενός θερμού μετώπου ήρθε να μας χαλάσει τα σχέδια, ελαχιστοποιώντας την ορατότητα και εξαλείφοντας τους σημαντήρες, ενώ ο δυνατός αντίθετος άνεμος μας ανάγκαζε σε αμέτρητα κοντοβόλτια έως τις παρυφές του πλωτού διαύλου. Με το μόνιμο λυκόφως, κοπανήσαμε δύο τρεις φορές τα αβαθή με τη δεξιά καρένα, προκαλώντας μια ρωγμή κοντά στον άξονα. Ας ελπίσουμε ότι το πτερύγιο θ’ αντέξει ως την επόμενη ανέλκυση σε επτά μήνες, στη Μαλαισία. Σαν δεν έφταναν οι μπελάδες, η μηχανή άρχισε να χάνει λάδια και καυσαέρια από τη φλάντζα. Ευτυχώς πλησιάζουμε το βόρειο άκρο των στενών, κοντά σ’ ένα ψαρολίμανο. Έβρεχε κρουνηδόν όταν αγκυροβολήσαμε σταβέντο του κυματοθραύστη και η νεροποντή συνέχιζε, όταν οπλισμένος μ’ ένα δανεικό δυναμόκλειδο έσφιξα τα μπουλόνια του κινητήρα, ενώ η Άννα Μαρία μάς προστάτευε με μια μεγάλη ομπρέλα. Μερικές φορές νιώθει κανείς γελοίος! Επιστρέφοντας το εργαλείο στη γειτονική ανεμότρατα, ψώνισα μισό κιλό γαρίδες μπας και μας έρθει λίγο το κέφι. Την επομένη παραμείναμε στο λιμάνι, περιμένοντας τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών. Έχω γενέθλια και για τα χρόνια μου πολλά προμηθεύομαι λίγο μπακαλιάρο από ένα παραγαδάδικο.
Ο άνεμος σιγοντάρισε, οι όμβροι εξαφανίστηκαν, συνεχίζουμε το ταξίδι. Έπειτα από μια ήρεμη νύχτα στις εκβολές του ποταμού Μπάρνετ, κάνουμε ένα μπράτσο 250 ν.μ. Οι ακτές δεν έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Παντού εξαγωγές μεταλλευμάτων και κάρβουνου, σιδηρουργεία με τεράστιους ντόκους και τσιμινιέρες, ενώ τα προκείμενα νησιά αποτελούνται κυρίως από βάλτους. Φίνα ιστιοπλοΐα όμως. Κατάπρυμα με δύο σταυρωμένες τζένοες, η «Καλλίπυγος» τρέχει 5,5 κόμβους με σιδηροδρομική σταθερότητα. Η πανσέληνος ασημώνει τ’ απόνερα, ενώ στο δυτικό ορίζοντα διακρίνουμε το ωχρό φωτοστέφανο της βαριάς βιομηχανίας. Ο μετεωρολογικός χάρτης μάς φέρνει κακά μαντάτα. Μόλις 1.200 ν.μ. απόσταση, νότια της Νέα Γουινέας, δημιουργείται ένα τεράστιο τροπικό χαμηλό. Στα ραδιοφωνικά δελτία όμως δεν αναφέρεται, διότι, όπως μας εξήγησαν οι ψαράδες, όσο τα συστήματα δεν υπάγονται στην κατηγορία κυκλώνα παραλείπονται συστηματικά από τις αναγγελίες για να μην τρομάζουν οι πελάτες των παράκτιων επιχειρήσεων, ακυρώνοντας ναύλους και κρατήσεις.
Ξημερώματα καβατζάρουμε το Ακρωτήριο Κάπρικορν (Αιγόκερος) που βρίσκεται σχεδόν επί του ομώνυμου τροπικού. Γεωγραφικό πλάτος 23°30'Ν. Καλώς ήρθαμε στη θαλπωρή της ζώνης του κυκλώνα «Αγνή» (των 970 mbs και 80 κόμβων ανέμου), που αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη!
Οι οδηγίες μάς πληροφορούν ότι 80 ν.μ. πιο βόρεια, ο κολπίσκος Άιλαντ Χεντ θεωρείται ένα από τα ασφαλέστερα κυκλωνικά καταφύγια της περιοχής. Καταπλέουμε όμως πρώτα στο λιμανάκι Γιεπούν, συμπληρώνοντας τροφοδοσία, νερό και καύσιμα. Για το σημαντικότατο ηθικό μας εφοδιαζόμαστε και με τέσσερις νταμιτζάνες κοκκινέλι. Ποιος ξέρει πόσες μέρες θα μας πολιορκήσει ο τυφώνας;
Προς το παρόν ο καιρός δείχνει καλωσύνη. Με λεβαντίνι και ξαστεριά πλησιάζουμε το μακρόστενο όρμο, φουντάροντας κοντά στην μπούκα. Δεν υπάρχει ακόμα λόγος να πάμε να οχυρωθούμε στα βαλτώδη έγκατα και να μας φάνε τα κουνούπια, αν χρειαστεί, έχουμε τη δυνατότητα σε λιγότερο από μια ώρα ν’ αρματώσουμε ένα πλεμάτι κάβων στη γειτονική αυλώνα. Υπομονή λοιπόν, παρακολουθώντας ανελλιπώς δελτία και βαρόμετρο.
Η υψομετρική διαφορά της παλίρροιας ανέρχεται στα τέσσερα μέτρα, περιορίζοντας τις βόλτες, αφού με τη φυρονεριά αποκαλύπτονται μεγάλες τελματώδεις εκτάσεις. Η αναμονή θα διαρκέσει τρεις μέρες, έως ότου η «Αγνή» αποφασίσει να ξεθυμάνει πάνω στη Νέα Γουινέα. Επόμενος σταθμός τα νησιά Πέρσυ. Καλύπτουμε τα 55 ν.μ. σε 9 ώρες χάρη στο δυνατό πρυμιό αέρα. Το αντίθετο ρεύμα δημιουργεί όμως έναν απότομο και δυσάρεστο κυματισμό. Τα νησιά δεν παρουσιάζουν τίποτε το ιδιαίτερο, λόγκοι και κατσάβραχα, ενώ το αγκυροβόλιο πάσχει από καπελωτές σπιλιάδες και μπότζι. Ύστερα από μια ταραγμένη νύχτα σαλπάρουμε μόλις φέξει.
Χριστός Ανέστη, καλό Πάσχα. Μας πλήττουν συνεχώς όμβροι και μόνο με τα κόκκινα αυγά ακολουθούμε την παράδοση. Πάντως, γιορτάζουμε αξιοπρεπώς μόλις καταπλέουμε τ’ απογευματάκι στο νοτιότερο νησί του Αρχιπελάγους των Γουίτσαντεϊ. Η στιχάδα νήσων με τις κατάλευκες αμμουδιές, τα πολύχρωμα κοράλλια και τις πευκόφυτες λοφοσειρές δικαιολογημένα φημίζεται ως ναυτικός παράδεισος. Ανακαλύφθηκαν από τον Κουκ την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1770. Ο μέγας εξερευνητής έπλεε προς δυσμάς και επιστρέφοντας στην Αγγλία, συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια μέρα διαφορά με το ημερολόγιό του, διότι κανείς δε γνώριζε τότε τη θεωρία της αλλαγής ημερομηνίας στο Μεσημβρινό 180°. Έτσι τα νησιά της Πεντηκοστής βρέθηκαν ανήμερα της γιορτής! Εξήντα από αυτά αποκαταστάθηκαν ως εθνικά πάρκα, επιστρέφοντας στην άγρια φύση. Τα υπόλοιπα δέκα νοικιάστηκαν, καταλήγοντας σε τουριστικά συγκροτήματα, μαρίνες και θέρετρα με τσουχτερές τιμές.
Περνάμε ένα δεκαήμερο στο αρχιπέλαγος, καλύπτοντας δεκαπέντε μίλια καθημερινά από το ένα αγκυροβόλιο στο άλλο. Ο άστατος καιρός, με δυνατούς αγέρηδες και σποραδικές βροχές, έκλεινε στα κεντρικά λιμάνια τις μάζες των ενοικιαζόμενων σκαφών, επιτρέποντας να χαρούμε εγωϊστικά τον ανέπαφο χαρακτήρα του εθνικού πάρκου, τις θαλάσσιες χελώνες, τους ψαραετούς, τους παπαγάλους και τις πολύχρωμες δίμετρες σαύρες. Παντού αντικρίζαμε τη δροσερή ζούγκλα στις παρυφές της ακρογιαλιάς και τους τεράστιους ροζ ογκόλιθους με τη χνουδερή βρυώνη.
Τα φρέσκα τρόφιμα άρχισαν να μας λείπουν, ενώ όσο πλησιάζαμε τα τουριστικά νησιά τόσο πλήθαινε ο κόσμος. Εγκαταλείψαμε τον ειδυλλιακό μας σπονδυλωτό περίπατο για να πάμε πενήντα μίλια βορειότερα, στο Μπόγουεν, ένα ήσυχο κεφαλοχώρι μακριά από την τουριστική αναμπουμπούλα των Γουίτσαντεϊ. Παραλείποντας το Χάμιλτον, αποχαιρετήσαμε το συμπαθέστατο αρχιπέλαγος, καταπλέοντας στο μικρό ψαρολίμανο έπειτα από ολοήμερη μπαλονάδα. Η περιοχή φημίζεται για την εντατική καλλιέργεια κηπευτικών και τροπικών φρούτων. Η κωμόπολη παρουσιάζει κοιμισμένο ύφος με τα μαγαζιά σκαπτικών κι αρδευτικών μηχανημάτων. Οι αγρότες με τα καλά τους πηγαινοέρχονται μπροστά στην τράπεζα ή στα γραφεία των συνεταιρισμών, ζωγραφίζοντας την εικόνα της καθημερινής πραγματικής Αυστραλίας. Στο τοπικό σούπερ μάρκετ πετύχαμε τη μέρα των εκπτώσεων στα κρασιά και επωφεληθήκαμε από την ευκαιρία να εφοδιαστούμε για τους επόμενους μήνες. Σημειωτέον ότι τα ντόπια κρασιά θέλουν προσοχή, διότι πολλοί παραγωγοί προσθέτουν νερό και συντηρητικά. Αλλά σαν πεπειραμένοι καταναλωτές διαλέξαμε το είδος με το υψηλότερο ποσοστό οινοπνεύματος! Επιστρέφοντας στο λιμάνι, παρατηρήσαμε τα υποβρύχια προστατευτικά δίχτυα γύρω από την παραλία. Για τους καρχαρίες; ρωτήσαμε έναν υπάλληλο του δήμου. «Όχι μόνο, μας απάντησε. Τα καλοκαιρινά θαλάσσια ρεύματα συσσωρεύουν στις ακτές τις θανατηφόρες τσούχτρες, απαγορεύοντας στους ζεστούς μήνες το δροσιστικό μπάνιο. Με το δίχτυ βολευόμαστε, παρ’ όλο που κάθε χρόνο έχουμε ατυχήματα σε άλλες παραλίες. Οι καταραμένες τσούχτρες ευθύνονται για περισσότερους θανάτους από καρχαρίες και κροκόδειλους!». Ευτυχώς φθινοπώριασε και απομακρύνθηκε ο κίνδυνος των τσουχτρών, αλλά από δω και στο εξής θα πρέπει να αγναντεύουμε την επιφάνεια των όρμων για τυχόν κροκόδειλους. Από τότε που απαγορεύτηκε το κυνήγι αυτών των σαρκοβόρων ερπετών, πολλαπλασιάστηκαν και αψηφούν πλέον την ανθρώπινη παρουσία. Το χειρότερο είδος, οι θαλάσσιοι κροκόδειλοι, φτάνουν τα έξι μέτρα μήκος και τους συναντάς έως 30 ν.μ. στο πέλαγος.
Ύστερα από την ολιγοήμερη ανάπαυλα, ξαναπαίρνουμε με φρέσκους αληγείς πορεία προς τα βόρεια, με επόμενο σταθμό την πρωτεύουσα του τροπικού Κουίνσλαντ, το Τάουνσβιλ. Ο δυνατός σορόκος μάς βοηθούσε να διανύσουμε ταχύτατα τις ημερήσιες διαδρομές, αλλά μας έφερνε ένα ανυπόφορο μπότζι στα αγκυροβόλια, καθώς η ρεστία μπουκάριζε ατόφια στους λίγους όρμους της ευθύγραμμης ακτής. Υπό συνεχή βροχή φτάνουμε τελικά στο μεγάλο λιμάνι, που αποτέλεσε υπηρεσιακό κέντρο κατά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα εκτελεί χρέη κόμβου μεταφορών και κέντρο συντήρησης για τις βιομηχανίες εξόρυξης. Οι δυο μεγάλες μαρίνες παρείχαν όλες τις ανέσεις αλλά με τσουχτερές τιμές, έτσι αναγκαστήκαμε άλλη μια φορά να τη βγάλουμε αρόδο στ’ αβαθή του προλιμένα!
Εκτός από τις συνήθεις αγγαρείες ανεφοδιασμού και κυνηγητού δυσεύρετων ανταλλακτικών, είχαμε να κάνουμε μια πολύ σοβαρή δουλειά: να αποκτήσουμε ναυτικούς χάρτες για τη συνέχεια του ταξιδιού ως τη Σιγκαπούρη. Κάπου εξήντα χάρτες κάλυπταν τα υφαλόσπαρτα 4.000 ν.μ. που μας ενδιέφεραν φυσικά δεν επρόκειτο να πληρώσουμε τριάντα δολάρια το χάρτη!
Παρ’ όλο που θεωρητικά απαγορεύεται — λόγω πνευματικής ιδιοκτησίας — οι περισσότεροι θαλάσσιοι ταξιδιώτες καταφεύγουν στη φωτοτυπία. Κατόπιν συνεννόησης με άλλους, γίνεται μια κοινοπραξία χαρτών και ο καθένας φωτοτυπεί ό,τι του χρειάζεται.
Ένα μήνα σχεδόν πλέουμε σταβέντο του Φράγματος, χωρίς καν να παρατηρήσουμε την ύπαρξή του. Έως εδώ οι κοραλλένιοι ύφαλοι και οι ατόλες πρόσφεραν μηδαμινές δυνατότητες αγκυροβολιάς, καθώς σκεπάζονται από τη φουσκονεριά. Όσο για τις γηγενείς φυλές τις εξολόθρεψαν ξενόφερτες αρρώστιες και τα όπλα των λευκών εποίκων. Βόρεια του Τάουνσβιλ το σκηνικό αλλάζει, οι κοραλλένιες στιχάδες πυκνώνουν ζυγώνοντας τις ακτές και παρέχουν προστατευτικές νησίδες. Οι επιζώντες αιγιαλίτες ιθαγενείς ζουν παράμερα και από τότε που τους αναγνωρίστηκαν ανθρώπινα δικαιώματα, χρειάζεσαι πλέον ειδική άδεια για να επισκεφθείς τους καταυλισμούς τους. Τουλάχιστον χάρη στα μουσεία συμπληρώσαμε κάπως τις γνώσεις μας γύρω από τα παραλειπόμενα του ταξιδιού.
Παρεμφερείς συνθήκες μάς περίμεναν στη συνέχεια, καθώς πλέαμε από το ένα νησάκι στο άλλο. Παντού η ίδια τροπική βλάστηση, άσπρες αμμουδιές και φυσικά πρυμιός αέρας. Με άλλα λόγια, ανιαρή τελειότητα! Ευτυχώς γύρω από το Χίτσιμπρουκ ήρθε η ευχάριστη οπτική αλλαγή με τις απόκρημνες οροσειρές, βαθιά χαραγμένες από τους αμέτρητους καταρράκτες. Σαν πράσινα λειριά ορθώνονται τα παράκτια οξυκόρυφα βουνά και μας θύμιζαν τα εντυπωσιακότερα πολυνησιακά τοπία. Προτιμήσαμε να περάσουμε σοφράνο του μεγάλου νησιού, αποφεύγοντας το ελώδες αμφίγειο με τα δυνατά παλιρροϊκά ρεύματα. Όσο κράτησε η αιθρία, περάσαμε φίνα. Σύντομα όμως οι αληγείς συσσώρευσαν πυκνές νεφώσεις στις παραλιακές κρημνώρειες κι άρχισε αδιάκοπη βροχή, που μας συνόδευσε μια ολόκληρη βδομάδα. Μοναδική ηλιαχτίδα όταν συναντήσαμε τον παπα-Νικόλα, τον Ελληνοαυστραλό ιερέα της κωμόπολης Ινισφέιλ. Αν και πολυάσχολος, βρήκε το χρόνο, ανάμεσα στα πρωινά εγκαίνια και στα απογευματινά βαφτίσια, να μας σεριανίσει στην περιοχή. Εδώ όλη η οικονομία περιστρέφεται γύρω από το ζαχαροκάλαμο και την επεξεργασία του. Απέραντες οι φυτείες, τεράστιες οι αποθήκες και τα εργοστάσια. Μόνο και μόνο η θέα σού προκαλεί διαβήτη! Πολύ σημαντικό σκέλος της καλλιέργειας αποτελεί το σόδειασμα και η μεταφορά, χωρίς χρονοτριβή, στις φάμπρικες: Τον περασμένο αιώνα εκτελούσαν τη δουλειά Μελανήσιοι σκλάβοι, ενώ αργότερα βρέθηκαν φτηνά χέρια από την Ελλάδα και κυρίως την Ιταλία. Η πλήρης αυτοματοποίηση της διαδικασίας παραγωγής ζάχαρης, από τη φύτευση έως την τελική φόρτωση στο λιμάνι, είδε σημαντική μείωση του πληθυσμού, σε σημείο που απέμειναν μόνο δέκα χιλιάδες κάτοικοι στην κοιμισμένη αλλά περιποιημένη κωμόπολη. Η περιήγηση μας οδήγησε φυσικά στους καλαμώνες και σε μια στροφή ξεπετάχτηκε ένα «κασοβέρι», ο κοντοστούπης στρουθοκάμηλος του βορείου Κουίνσλαντ με το παράξενο ράμφος. Ο παπα-Νικόλας γνώριζε το συμπαθητικά δρομέα και μας εξήγησε ότι το ιδιόμορφο ρύγχος προερχόταν από κτηνιατρική επέμβαση — επισκευή με υαλοπολυεστέρα ύστερα από οδικό ατύχημα. Πάντως, το κασοβέρι δεν είχε μάθει, αφού επέμενε να συχνάζει στους δρόμους!
Λίγες μέρες αργότερα, υπό συνεχή βροχή, πλησιάζουμε το Καιρνς, βορειότερη πόλη και τουριστική πρωτεύουσα του Κουίνσλαντ. Ευτυχώς για τους επισκέπτες, το Καιρνς στέκεται σταβέντο μιας ορεινής χερσονήσου όπου, ως δια μαγείας, σταματάει επιτέλους η νεροποντή. Εκτός από την ανανέωση στις βίζες και την παραλαβή αλληλογραφίας δεν έχουμε τίποτα το ιδιαίτερο να κάνουμε. Ναι μεν τζάμπα το αγκυροβόλιο, αλλά για να φτάσουμε ως τον ντόκο απ’ όπου πηγαινοέρχονται καθημερινά τεράστια ταχύπλοα καταμαράν, πρέπει να διασχίσουμε το γοργό ποτάμι με το κωπήλατο βαρκάκι... Έχοντας ολοκληρώσει τους ανεφοδιασμούς, σαλπάρουμε πάλι προς τα βόρεια.
Πρώτος σταθμός τα νησιά Λόου. Καλύπτουμε μπαλονάτοι 45 ν.μ. σε 7 ώρες και φτάνουμε όταν αποχωρούν οι τελευταίοι ημερήσιοι εκδρομείς και ερασιτέχνες δύτες. Μας προϋπαντούν με φουσκωτά οι φύλακες, που μας υποδεικνύουν φιλικά σε ποιο σημείο ν’ αγκυροβολήσουμε, χωρίς να κάνουμε ζημιά στα κοράλλια. Κατόπιν μας μοιράζουν ειδικές φυλλάδες με οδηγίες πλεύσης και συμπεριφοράς στο τεράστιο εθνικό πάρκο του «Barrier Reef», ως τα Στενά του Τόρες, 600 ν.μ. βορειότερα. Ενώ επιτρέπεται ο κατάπλους στην πλειονότητα των μαδρεπορικών νησίδων και ατολών, απαγορεύεται το ψαροντούφεκο, η περισυλλογή οστρακοειδών και κάθε άλλη αντιοικολογική δραστηριότητα. Ευτυχώς η συρτή παραμένει ελεύθερη! Στο εξής όμως θα πετάνε από πάνω μας καθημερινά οι εναέριοι χωροφύλακες, φωτογραφίζοντας και ρωτώντας τα ίδια και τα ίδια στο VHF. Ξημερώματα σαλπάρουμε για το επόμενο σκέλος, 50 ν.μ. έως τα νησιά Χόουπ. Χάρη στον εξάρι σορόκο φτάνουμε νωρίς το απόγευμα, με τον ήλιο να στέκεται ψηλά, βοηθώντας την αναγνώριση των υφάλων. Καθισμένος στους σταυρούς, καθοδηγώ την Άννα Μαρία σ’ ένα αμμουδερό κράσπεδο σταβέντο της νησίδας. Θα παραμείνουμε τρεις μέρες, κλεισμένοι από τον πολύ δυνατό αέρα και τους συνεχείς όμβρους, υπό την προστασία του κοραλλένιου μισοφέγγαρου. Μοναδικοί κάτοικοι της νησίδας τα χιλιάδες θαλασσοπούλια, που ολημερίς πραγματοποιούν αερομαχίες στο ατέλειωτο κυνήγι της τροφής.
Σ’ αυτή την περιοχή, το 1770, ο εξερευνητής Κουκ συνειδητοποίησε ότι έπλεε μεταξύ ακτής και υφάλων. Το κακό δεν άργησε κι ένα βράδυ το «Εντέβορ» προσέκρουσε σε μια ξέρα, όπου παρέμεινε καρφωμένο για μια βδομάδα. Ο συνδυασμός υψηλής μαρέας και συστηματικού ξεσαβουρώματος επέτρεψε την απελευθέρωση του προχειρομπαλωμένου πλοίου. Με χίλια ζόρια κατάφερε να επιπλεύσει έως τις παραπλήσιες εκβολές ενός μικρού ποταμού. Η ξέρα και το ποτάμι ονομάζονται σήμερα Εντέβορ, ενώ το παράκτιο χωριό Κούκταουν.
Σ’ αυτό το σημείο εγκαταστάθηκε ο Κουκ, επισκευάζοντας το μπρίκι για τρεις μήνες. Ταυτόχρονα επέτρεψε στους έμπαρκους επιστήμονες να μελετήσουν συστηματικά την αυστραλέζικη χλωρίδα και πανίδα. Για πρώτη φορά Ευρωπαίοι παρατήρησαν καγκουρό και ήρθαν σε επαφή με αυτόχθονες. Όταν μάλιστα ρωτήθηκαν οι τελευταίοι πώς ονόμαζαν τα μαρσιποφόρα, πήραν ως απάντηση: «καγκαρού», που σημαίνει «δεν καταλαβαίνω τι λες». Έτσι το όνομα παρέμεινε!
Με σύγχρονους χάρτες και καλό καιρό καταπλέουμε στις 2 Ιουνίου στο Κούκταουν. Η σημερινή πολίχνη, με τα λίγα αποικιακά κτίρια, είναι ό,τι επέζησε από μια σειρά καταστροφικών κυκλώνων που σάρωσαν στα τέλη του 19ου αιώνα την πόλη των 30.000 κατοίκων. Ερημιά, βάλτοι, κουνούπια και κροκόδειλοι κυριαρχούν από δω και πέρα. Έχοντας σεριανίσει στις λασπωμένες όχθες, βιαζόμαστε να ξαναβρούμε τις αισθησιακές κοραλλένιες νησίδες.

 

Στην έρημο της Βόρειας Αυστραλίας.

Άνω μεριά, «top end», ονομάζουν οι Αυστραλοί τις αραιοκατοικημένες βόρειες περιοχές της χώρας τους. Μολυβένιος ήλιος, λόγκοι και ζουζούνια επικρατούν στην ερημική ενδοχώρα, ενώ κροκόδειλοι, κουνούπια και περαστικοί κυκλώνες μαστίζουν τις ελώδεις παραλίες. Ευτυχώς, οι στιχάδες των υπέροχων κοραλλένιων νησίδων προστατεύουν από τους δυνατούς αληγείς και υπόσχονται απεριόριστη ποικιλία αγκυροβολιών.
Κούκταουν, 5 Ιουνίου ’95. Η πόλη που παλλόταν από τον πυρετό του χρυσού στα μέσα του 19ου αιώνα, με 30.000 κατοίκους, 100 μπαρ και άλλα τόσα πορνεία, δεν έχει τίποτα άλλο να επιδείξει παρά λίγα μνημεία και ανακαινισμένα αποικιακά κτίρια. Χωρίς δεύτερη σκέψη εγκαταλείπουμε την πόλη-φάντασμα, ρημαγμένη από τους κυκλώνες, για να συνεχίσουμε την πορεία μας προς τα Στενά του Τόρες. Στο σημείο όπου η θάλασσα συναντά τις εκβολές, μας προϋπαντούν απότομα σκαστά κύματα και αφού κάναμε δύο τρεις γερές βουτιές, ανοιγόμαστε στα βαθιά, ποδίζοντας προς τα οξύκορφα νησιά Λίζαρντ. Ως γνωστό, με φρέσκο αέρα η πλαγιοδρομία αποτελεί υγρή και γοργή πλεύση! Χαιρόμαστε το γερό λεβάντε, το μπόλικο πιτσίλισμα, τις αυξομειώσεις ιστιοφορίας στον παλμό των όμβρων.
Όσο ζυγώνουμε τα Στενά Τόρες τόσο πυκνώνουν οι ατόλες και οι κοραλλένιες ξέρες. Με την αιγαιοπελαγίτικη πείρα περνούμε άλλες δύο μούδες, όταν καβατζάρουμε το νησί σταβέντο των απότομων γκρεμών. Πλησιάζοντας το αγκυροβόλιο, οι καπελωτές σπιλιάδες ξετινάζουν τον αφρό. Με σηκωμένη την καρένα γιαλώνουμε σε μισή οργιά βάθος, φουντάροντας μόλις 20 μέτρα από την ήσυχη αμμουδιά.
Γύρω από τον ευρύχωρο κόρφο ορθώνεται αμφιθεατρικά το απόκρημνο βουνό. Οι δυνατοί άνεμοι εμποδίζουν τη βλάστηση, επιτρέποντας μόνο ακανθώδεις τούφες τσαλιών και μεμονωμένα, βασανισμένα ξερά δέντρα. Τις επόμενες τρεις μέρες θα φέρουμε γύρα τις κορφές, χαζεύοντας από ψηλά τις περουζένιες σοφράνο λιμνοθάλασσες. Θα κολυμπήσουμε στις κοντινές κοραλλιογενείς ξέρες, αιωρούμενοι στα ζεστά νερά, μαγεμένοι από τα υποβρύχια ανθολογήματα και την ποικιλία πολύχρωμων ψαριών. Για πρώτη φορά ξαναβρίσκουμε στην Αυστραλία τη χαρακτηριστική διαύγεια των υδάτων του Ειρηνικού. Ο παντοδύναμος αέρας μάς εγγυάται δροσιά και μπόλικα αμπερώρια από την ανεμογεννήτρια, για πολύωρες κουβέντες στα βραχέα με φίλους ραδιοερασιτέχνες ανά τον κόσμο, ενώ τα απογεύματα επισκεπτόμαστε ένα μαγκανοπήγαδο απ’ όπου αντλούμε άφθονες κουβαδιές γλυκού νερού για ντους και μπουγάδα. Ωραία «ροβινσόνικη ζωή».
Στις 8 Ιουνίου, χαράματα, σαλπάρουμε για τα νησιά Φλίντερς, ελπίζοντας ότι θα διαρκέσει ο ισχυρός λεβάντες για να διανύσουμε 86 ν.μ. πριν από τη δύση του ήλιου. Η «Καλλίπυγος» πετάει από το ένα κύμα στο άλλο, καθώς την τραβούν οι δύο μουδαρισμένοι και σταυρωμένοι φλόκοι. Ελισσόμαστε ολοταχώς ανάμεσα σε υφάλους και βραχονησίδες, ακολουθώντας ναυσιπλοΐα ακρίβειας. Για να προλάβουμε τη νύχτα, αντί να παρακάμψουμε μια αλυσίδα ριζόβραχων, ευθυπλέουμε ανάμεσα σ’ αυτά και στον παρακείμενο κάβο. Μόλις 5 μέτρα δείχνει το βυθόμετρο, ενώ η ταχύτητά μας ξεπερνάει τους 8 κόμβους μόνο με φλοκάκι. Ανασαίνουμε βαθιά όταν τελικά εισχωρούμε στο δαίδαλο των νήσων Φλίντερς, όπου θα διανυκτερεύσουμε. Το μίνι αρχιπέλαγος φέρει το όνομα του νεαρού αξιωματικού και υδρογράφου που στα μέσα του 19ου αιώνα περιέπλευσε την Αυστραλία με ανοιχτή φαλαινίδα, χαρτογραφώντας τις ακτές.
Την άλλη μέρα, επιτέλους, πιάνουμε ένα μεγάλο ψάρι στη συρτή. Όλοι χαιρόμαστε και ιδιαίτερα η γάτα! Παρ’ όλα τα μπουρίνια, ταξιδεύουμε ευχάριστα με ήρεμη θάλασσα, σταβέντο της μακράς αλυσίδας υφάλων, φτάνοντας νωρίς στο νησάκι Μόρις. Στη σοφράνο πλευρά, αποκαλύπτεται με τη ρηχία το κοραλλένιο κράσπεδο δυο τετραγωνικών χιλιομέτρων. Βρίσκουμε άλλα τρία ιστίοφόρα στο αγκυροβόλιο, διεθνή παρέα γνωστών από προηγούμενη, συναντήσεις, και με την ψαρούκλα γινόμαστε αμέσως ευπρόσδεκτοι! Μας μαγεύει το θελκτικό τοπίο και αποφασίζουμε να παραμείνουμε άλλο ένα 24ωρο.
Ομοπλέοντας με τον στολίσκο, προσθέτουμε τον αγωνιστικό ερεθισμό στις υπόλοιπες απολαύσεις της κρουαζιέρας. Δεν πρόκειται φυσικά για σοβαρή άμιλλα. Τα μήκη διαφέρουν, είμαστε όλοι βα-ρυφορτωμένοι και ρυμουλκούμε συρτές. Η «νηοπομπή» φτάνει έπειτα από δύο ήσυχους ημερήσιους πλόες στο Ακρωτήριο Ίντιαν Χεντ και φουντάρουμε ομαδικά σταβέντο της χερσονήσου Μάργκαρετ. Πάλι είμαστε οι μόνοι που πιάσαμε ψάρι, για τον απλούστατο λόγο ότι δε σέρνουμε μια συρτή αλλά έξι, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο ένα κοπάδι δολωμάτων ικανό να κινήσει την πεινασμένη περιέργεια και του πιο υπερόπτη γαλέου!
Στις παραλίες ανακαλύψαμε άλλον ένα φαγώσιμο θησαυρό! Μόλις μας το επέτρεψε η παλίρροια, αποβιβαστήκαμε οργανωμένοι με κοπίδια, σφυριά, μαχαίρια και τ’ απαραίτητα λεμόνια. Αφού τσιμπολογήσαμε κάμποσες ντουζίνες οστρακοειδών, επόμενο ήταν να διψάσουμε. Μεταφερθήκαμε ως τη φοινικοστοιχία, όπου εύκολα τρυγήσαμε δροσερές καρύδες. Σίγουρα θ’ αναρωτιέται ο αναγνώστης γιατί επιμένω στα πρόχειρά μας γεύματα. Τίποτα πιο ερεθιστικό από τη φρέσκια τροφή, ιδίως όταν σου επιτρέπει να ξεφύγεις από τη ρουτίνα των μακαρονάδων, του πιλαφιού ή της φακής.
Απέμεναν 100 ν.μ. έως τα Στενά Τόρες. Έπρεπε να επωφεληθούμε από τις καλές συνθήκες για να περάσουμε το δύσκολο αμφίγειο. Στο εξής έπρεπε να ταξιδεύουμε με το ρολόι στο χέρι, υπολογίζοντας ακριβώς την τοπική στάθμη και τη ροή των υδάτων, κάτι όχι τόσο φυσικό για μεσογειακό ναυτικό, άσχετα εάν η αριθμητική είναι απλή. Εντούτοις τα καταφέρνουμε, διανυκτερεύοντας σε μια αυλώνα στα πρόθυρα των στενών κι αποπλέοντας την ώρα που μπατάρει η μαρέα.
15 Ιουνίου, ώρα έντεκα, καβατζάρουμε το Ακρωτήριο Γιορκ, τη βορειότερη πούντα της Αυστραλίας. Με λεβαντίνι δύο μποφόρ σηκώνουμε μπαλόνι και το δρομόμετρο δείχνει τρεις κόμβους. Χάρη στην καλή σήμανση και στις ενδείξεις του GPS ευθυδρομήσαμε εύκολα, φτάνοντας νωρίς στη δυτική πλευρά των στενών. Καλώς ήλθαμε στη Θάλασσα της Αραφούρα. Τα στενά φέρουν το όνομα του Ισπανού ναυτικού κι εξερευνητή Τόρες.
Φουντάραμε σ’ ένα καλοπροστατευμένο καραβοστάσι, το Μπάμαγκα. Μετά το αναγκαίο σενιάρισμα της κουβέρτας, έριξα μια δροσιστική βουτιά. Αμέσως ακούστηκαν προειδοποιητικές κραυγές από τα γειτονικά αλιευτικά: «Βγες αμέσως από το νερό! Εδώ φωλιάζουν δύο κροκόδειλοι! Τον περασμένο μήνα έφαγαν τον δάσκαλο!». Δεν χρειαζόταν πολύ για να ανέβω στην πρύμνη. Νομίζω ότι σ’ αυτή την περιοχή ενδείκνυνται τα μπουγέλα!
Το κοκκινόχωμα, πλούσιο σε βωξίτη, καλύπτει εδώ τα πάντα, πουδράροντας ανθρώπους και αντικείμενα με πορφυρό κονιορτό. Ρόδισαν μέχρι και οι λευκοί παπαφίγκοι! Σαν ογκόλιθοι υψώνονται στους λόγκους τεράστιες μυρμηγκοφωλιές, ενώ οι κάτοικοι, στην πλειονότητα σωματώδεις Μελανήσιοι, πηγαινοέρχονται με σαραβαλιασμένα αγροτικά. Μας δίνεται η εντύπωση ότι εγκαταλείψαμε κιόλας την Αυστραλία. Συγγενείς των λαών του δυτικού Ειρηνικού και της Νέας Γουινέας, οι ντόπιοι ήταν οι πρώτοι Αυστραλοί ιθαγενείς που απέκτησαν δικαιώματα, πολιτιστική αναγνώριση κι ενα σχετικό βαθμό αυτοδιαχείρισης. Σίγουρα συνετέλεσε η οργανωμένη ζωή τους σε περιοχές χωρίς μεγάλη οικονομική σημασία. Μοναδικοί λευκοί οι παραθεριστές και ερασιτέχνες ψαράδες από τον παγερό Νότο, που κάλυψαν 4.000 χμ. για να δοκιμάσουν την τύχη τους στη ζεστή ιχθυόεσσα.
Μια βόλτα στο «μίνι μάρκετ» του χωριού μάς απέδειξε άλλη μια φορά πόσο απόκεντρα βρισκόμαστε. Οι τιμές ήταν διπλάσιες σε σύγκριση με το Μπρίσμπαν. Περάσαμε τρεις ευχάριστες μέρες σ’ αυτή τη διαφορετική Αυστραλία. Επόμενός μας σταθμός το Γκοβ, 100 ν.μ. ως την άλλη πλευρά του κόλπου της Καρπεντάρια. Τα δελτία καιρού αναγγέλλουν ισχυρό σορόκο, ιδανικό για μια γρήγορη πλαγιοδρομία.
18 Ιουνίου: Λόγω παλίρροιας αποπλέουμε μεσημεράκι και ταχύτατα βουλιάζουν οι ακτές στ’ απόνερα της πρύμνης μας. Με δύο μούδες στη μαΐστρα και μία στο φλόκο απολαμβάνουμε την πλεύση, ενώ το ανεμοτίμονο κρατάει σταθερή πορεία. Οι τελευταίες ώρες της νύχτας βλέπουν τον αέρα να φρεσκάρει.
Τα βάθη στον κόλπο Καρπεντάρια δεν ξεπερνούν τα 40 μέτρα, έτσι ο κυματισμός γίνεται πολύ απότομος. Στις προγνώσεις, άλλωστε, αναφέρουν ύψος κυμάτων έως και τρία μέτρα. Όλη τη δεύτερη μέρα, η μέση μας ταχύτητα παραμένει στους έξι κόμβους. Όλα θα ήταν τέλεια, αν οι κινήσεις δεν ήταν τόσο χαώδεις και τα κοπανήματα τόσο βίαια. Από το ράδιο πληροφορούμαστε τα βάσανα των άλλων κότερων γύρω μας: ναυτία, εγκαύματα από τουμπαρισμένη κατσαρόλα, θάλασσα στις δεξαμενές καυσίμων από τις εξαερώσεις...
Η νέα νύχτα φέρνει τους δικούς μας μπελάδες, γιατί κάτι συνέβη με τη δεξιά καρένα. Είμαστε αναγκασμένοι να ορτσάρουμε δέκα μοίρες, προσαρμόζοντας την πορεία στον εκπεσμό του σκάφους. Υποπτευόμαστε ζημιά στο πτερύγιο που είχαμε ήδη μπαλώσει μετά το κοπάνημα στη Γη του Πυρός και που ξανακοπανήσαμε βάναυσα κοντά στο νησί Φρέιζερ πριν από δύο μήνες. Το σκάφος όμως παραμένει ολάκερο, έτσι συνεχίζουμε ολοταχώς για τον προορισμό μας. Ξημερώματα της τέταρτης μέρας καταπλέουμε στο εξαιρετικό απάγκιο του Γκοβ, φουντάροντας μπροστά στον τοπικό ναυτικό όμιλο.
Μαζί με το υπαίθριο ορυχείο βωξίτη και το υπερσύγχρονο εργοστάσιο αλουμίνας ιδρύθηκε η μικρή πόλη, μόλις πριν από 25 χρόνια. Τοποθετημένο σε μια από τις πιο δύσβατες και παράμερες περιοχές της Αυστραλίας, το Γκοβ συνδέεται μόνο από αέρα ή διά θαλάσσης με τον υπόλοιπο κόσμο. Όλα είναι πανάκριβα και ελάχιστες οι διασκεδάσεις για τους ξενιτεμένους εργαζόμενους που μετοίκησαν με τριετή συμβόλαια. Ο ναυτικός όμιλος σφύζει από ζωή, καλωσορίζοντας και τους περαστικούς ιστιοπλόους, αφού η θάλασα αποτελεί μοναδικό τόπο αναψυχής και διασκέδασης για την πλειονότητα των δεκαπέντε χιλιάδων κατοίκων. Πολλοί απ’ αυτούς, με άπλετο ελεύθερο χρόνο, κατασκευάζουν ερασιτεχνικά διάφορα πλεούμενα.
Την επομένη της άφιξής μας προμηθευτήκαμε ένα φύλλο κοντραπλακέ κι ένα πλανισμένο καδρόνι ελατιού. Έπειτα κάτσαμε την «Καλλίπυγο», με την άμπωτη, στην κεκλιμένη αμμουδιά για να αφαιρέσουμε τα υπολείμματα της παλιάς καρένας και καταμετρήσαμε το εσωτερικό τη θήκης. Ευτυχώς είχαμε μαζί μας υαλοϋφάσματα, ξυλεία, εργαλεία και την απαραίτητη εποξική ρητίνη, έτσι μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες κατασκευάσαμε ένα ολοκαίνουριο φτερό. Οι ικανότητες της Άννας Μαρίας στο ροκάνι και στην πλάνη προκάλεσαν ενθουσιασμό, που υλοποιήθηκε με άφθονα κεράσματα παγωμένης μπίρας. Η έλλειψη λεωφορείων μεταξύ πόλης και παραλίας θεσμοθετεί το οτοστόπ, χάρη στο οποίο είχαμε πάμπολλες ευκαιρίες να γνωρίσουμε τους κατοίκους της περιοχής και ιδιαίτερα τους ιθαγενείς. Όλη η γη του Άρνεμ, η Β.Α. γωνιά της Αυστραλίας, θεωρείται επίσημα πλέον κυριότητα των αυτόχθονων από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Έχοντας μόλις αποκτήσει πολιτικά και εδαφικά δικαιώματα, οι φυλές μάταια αντιστάθηκαν στα κρατικά σχέδια εξόρυξης βωξίτη, αλλά τουλάχιστον κατάφεραν να αποσπάσουν σεβαστές αποζημιώσεις. Οι αυτόχθονες που συναντούσαμε στο Γκοβ αντιπροσώπευαν όλο το φάσμα της φυλής τους, από τους αποβλακωμένους μπεκρήδες έως τους επιχειρηματίες, περνώντας από καλλιτέχνες ή δασκάλους, όλοι με κοινό χαρακτηριστικό την πίκρα και την υπεροψία προς το «δυτικό» πολιτισμό και τα υλικά του αγαθά.Έχοντας αφήσει τα εποξικά της καρένας να ξεραθούν πλήρως για ένα 48ωρο, καθίσαμε πάλι την  «Καλλίπυγο» στην αμμουδιά και με τη ρηχία τοποθετήσαμε το καινούριο πτερύγιο.
Τέλος καλό, όλα καλά. Ετοιμαζόμαστε για νέο απόπλου. Τούτο το σκέλος θα μας οδηγήσει στο Ντάρβιν, πρωτεύουσα της Βόρειας Αυστραλίας, αφού πρώτα παραπλεύσουμε 500 ν.μ. άγριων και ερημικών ακτών. Στη θάλασσα της Αραφούρα επικρατούν μουσωνικές συνθήκες, δυνατοί αέρηδες και εξάμετρες παλίρροιες που προκαλούν πανίσχυρα ρεύματα. Καθώς σκοπεύουμε να διαπλεύσουμε δύο αμφίγεια παρόμοια με τα Στενά του Τόρες, θα πρέπει να προσαρμόσουμε την πορεία μας στα ωράρια της μαρέας. Αφού ικανοποιηθήκαμε για την καλή λειτουργία του καινούριου πτερυγίου, αποχαιρετήσαμε τα φιλόξενα μέλη του ναυτικού ομίλου και βιράραμε την άγκυρα. Ένα πρώτο στενό ανοιγόταν μόλις 20 ν.μ. μπροστά μας. Κακώς το θεωρούν έλασσον, γιατί γρήγορα βρεθήκαμε με πρυμιό εξάρι, αντιμετωπίζοντας δυόμισι κόμβους αντίθετου ρεύματος. Λες κι ενα τεράστιο άροτρο να ’χε οργώσει τη θάλασσα, σκάβοντας ένα ιλιγγιώδες χαράκωμα. Η επαρκής πλευστότητα της πλώρης απέτρεψε τυχόν καρφώματα και με συγκρατημένη αισιοδοξία προχωρήσαμε έως το επόμενο στενό, για το οποίο είχαμε κάνει τους υπολογισμούς. Ήταν αναμενόμενο να μη συναντήσουμε κανένα πρόβλημα, αφού συμφωνούσαν ρεύμα και αέρας, «σιδερώνοντας» την επιφάνεια. Ορτσάροντας σταβέντο του νησιού, φουντάραμε μπροστά σε μια κατάλευκη αμμουδιά. Αν εξαιρέσουμε τα σφυρίγματα των σπιλιάδων και τις κραυγές των γυπαετών, επικρατούσε πλήρης ηρεμία και μοναξιά.
Σαλπάραμε γύρω στις δέκα, λογαριάζοντας να περάσουμε, ακριβώς την ώρα της ανώτατης στάθμης, τον πιο κακόφημο δίαυλο της Αυστραλίας, γνωστό σαν «Χολ ιν δε γουόλ», κυριολεκτικά «τρύπα στον τοίχο». Πρόκειται για ένα στενό πέρασμα πλάτους μόλις 80 μέτρων και μήκους ενός μιλίου, μοναδικό άνοιγμα στη μακρόστενη και κρημνώδη χερσόνησο Ραραγκάλα. Κατά το βρετανικό πλοηγό, η πλήμμη συμβαίνει μιάμιση ώρα αργότερα από το Γκοβ, ενώ οι πράτικοι του ναυτικού ομίλου ισχυρίζονται ότι η διαφορά είναι μόνο 45 λεπτά. Πάντως, όλοι συμφωνούν ότι η ροή των υδάτων μια ώρα πριν και μετά την πλήμμη φτάνει την εξωφρενική ταχύτητα των δώδεκα κόμβων! Ακολουθώντας το σοφό... Σολομώντα, διαλέξαμε τη μέση οδό. Προφανώς δεν είμαστε οι μόνοι με την ίδια άποψη, μας ακολουθεί ένα μεγάλο αυστραλέζικο ιστιοφόρο και για ν’ αφήσουμε σε άλλους τα πειράματα, τους χαρίζουμε την πρωτοπορία. Σαν μακρά τείχη ορθώνονται στην πλώρη μας οι βραχώδεις ακτές της Ραραγκάλα και με δυσπιστία κιαλάρουμε το στενό, αναρωτώμενοι πώς θα χωρέσουμε σ’ αυτή την τρυμαλιά. Φτάνοντας στην μπούκα, έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε σε πλυντήριο ρούχων. Τα κύματα σκάνε τρελά, το σκάφος τσιτάρει με χαώδεις κινήσεις. Έχουμε να καταπολεμήσουμε δύο κόμβους ρεύμα και ατίθασους στροβίλους. Όσο προχωρούμε βελτιώνεται η κατάσταση, ενώ μειώνεται ολοένα το ρεύμα. Η λαγουδέρα αλαφρώνει και με ανακούφιση μπορούμε να θαυμάσουμε το φυσικό δίαυλο και τα παράξενα σχήματα των στρωμάτων σχιστόλιθου. Φτάνοντας στην έξοδο, η ροή μηδενίστηκε, άρα διαπλεύσαμε 20 λεπτά νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε. Ήταν φανερό ότι οι πράτικοι είχαν δίκιο ως συνήθως!
Αριστερά μας εμφανίζεται ένας ευλίμενος όρμος, με το κατάλευκο αμμουδερό σιρίτι. Ιδεώδες μέρος να ξαποστάσουμε. Όταν ελαττώθηκε η κάψα του ήλιου, αποβιβαζόμαστε με το βαρκάκι, εξετάζοντας το παράξενο τοπίο της χερσονήσου. Με ενδιαφέρον κατασκοπεύουμε μια ντροπαλή οικογένεια νάνων καγκουρό. Όπου φύγει φύγει μόλις μας αντιλήφθηκαν. Με μεγάλους σάλτους πήδησαν από βράχο σε βράχο κι εξαφανίστηκαν στον πέτρινο λαβύρινθο. Σειρά μας, λίγο αργότερα, να υποχωρήσουμε βιαστικά, ανακαλύπτοντας ξαφνικά μπροστά μας ένα τεράστιο λογχικέφαλο φίδι. Έτσι επιστρέψαμε στο σκάφος όπου μαγειρεύουμε μια ωραία... μακαρονάδα!
2 Ιουλίου: Αποπλέουμε προς το Ντάρβιν. Με την αναγγελία ισχυρών ανέμων, μουδάρουμε τους δυο σταυρωμένους φλόκους και προχωράμε ολοταχώς. Ευχαριστιόμαστε τη γρήγορη περαντζάδα, η πρύμη ανεβοκατεβαίνει στο ρυθμό του μεγάλου κυματισμού, που τον οργώνει η αφρισμένη πλώρη. Τη νύχτα ανακατατάσσουμε την ιστιοφορία. Ο άνεμος στρέφεται στεριανός και δυναμώνει, ενώ τα κύματα μικραίνουν. Το ίδιο σενάριο ακριβώς και τη δεύτερη μέρα. Δοκιμάζουμε μια παλιά συνταγή λαχανοντολμάδων με κορνμπίφ αντί για κιμά. Με μπόλικα μπαχαρικά και πετυχημένο αυγολέμονο, μας ικανοποιεί το αποτέλεσμα. Η γάτα όμως προτιμάει τη σίγουρη γεύση των σπαρταριστών χελιδονόψαρων που προσγειώνονται στην κουβέρτα. Με φεγγαράδα πλαγιοδρομούμε παράλληλα στις ακτές, υπολογίζοντας να καβατζάρουμε το Ακρωτήριο Ντον πριν από τα ξημερώματα. Αυτή τη φορά δεν υπάρχουν αμφιβολίες, καθώς οι παλιρροϊκοί πίνακες δίνουν την ακριβή ώρα της μαρέας για το συγκεκριμένο κάβο. Σαν πύραυλος μπαίνουμε στον κόλπο Βαν Ντίμεν, με 5 κόμβους ευνοϊκό ρεύμα, δεχόμενοι τόνους νερού όταν διατρυπούμε τα υδάτινα τείχη που σήκωσε η πανίσχυρη παλίρροια. Φτάνουμε βράδυ στην απέναντι ακτή και δυτική πλευρά του κόλπου. Τυφλωμένοι από τα φώτα της πόλης, ζυγώνουμε ψάχνοντας αγκυροβόλιο στην ευρύχωρη ράδα, ανάμεσα στα διακόσια φουνταρισμένα σκάφη. Κύριο πρόβλημα εδώ η δεκάμετρη υψομετρική διαφορά μεταξύ πλήμμης και ρηχίας. Ανασύροντας τα πτερύγια γιαλώνουμε, ποντίζοντας παρέα με τις βάρκες και τα μικρά καταμαράν μπροστά στο ναυτικό όμιλο.
Συστημένοι από ένα ζευγάρι φίλων του Μπρίσμπαν, μας περίμεναν ο Τζακ και η Ελένη, Ελληνοαυστραλοί δεύτερης γενιάς και εξήντα χρόνια Νταρβινίτες. Ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για το πού βρίσκουμε τι, μας υποδέχτηκαν στο σπίτι τους και μας σεριάνισαν σε αγορές και αξιοθέατα. Η κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της Βόρειας Αυστραλίας, στριμωγμένη μεταξύ ερήμου και ωκεανού, αποτελεί ειδική δίοδο ανάμεσα στον αγγλοσαξονικό κόσμο και στη Νοτιοανατολική Ασία. Πού αλλού συναντά κανείς στον ίδιο δρόμο κινέζικο τέμενος, σχολή περουβιάνικης μουσικής και προκηρύξεις στα σερβοκροάτικα ότι απαγορεύεται η απόσταξη σλιβοβίτσας;

Στα νησιά των μπαχαρικών.

21/7/95: Το φυσάμε και δεν κρυώνει. Μπουνάτσα, ρεστία και μολυβένιος ήλιος μάς πολιορκούν. Εάν εξαιρέσουμε την μπουκαδουρίτσα που μας ρούφηξε εχθές από τον κόλπο του Ντάρβιν, παιδευόμαστε με τις ρέφλες στη γιαουρτένια θάλασσα. Η Αυστραλέζικη Μετεωρολογική Υπηρεσία αισιόδοξα προβλέπει ασθενείς ανέμους και τα απομένοντα 400 ν.μ. έως τη νήσο Τιμόρ μάς βασανίζουν σαν μυθική απόσταση. Φυσικά, δεν έχουμε καύσιμα για να διανύσουμε με μηχανή όλη τη διαδρομή, έτσι με μπαλόνι και υπομονή παγιδεύουμε τις τεμπέλικες πνοές του Αιόλου.
Όρτσα-πόδιζε, φέρμα-λάσκα τις σκότες, παράγουμε αρκετό φαινόμενο αέρα για να κινούμαστε με 2-3 κόμβους! Όπου να ’ναι όμως πρέπει να επανεμφανιστούν οι αληγείς, καθώς «ανεβαίνει» το βαρόμετρο. Με το σούρουπο καλωσορίζουμε την ηδύπνου όστρια, προάγγελος του απέραντου υψηλού που απλώνεται στο νότιο Ινδικό. Με πέντε κόμβους αεράκι στην μπάντα, ελαφρώς κουπασταρισμένοι από το μπαλόνι, εμπιστευόμαστε τη λαγουδέρα στον αυτόματο πιλότο και αναπολούμε τις τελευταίες μέρες στο Ντάρβιν, τις πυρετώδεις προετοιμασίες, τα νταλαβέρια και τις ινδονησιακές προξενικές αρχές... Μοναδική περίπτωση στον κόσμο, η Ινδονησία γυρεύει εκ των προτέρων ειδική άδεια εισόδου (σφραγισμένη από τέσσερα υπουργεία!) για να επιτραπεί ο κατάπλους σε οποιοδήποτε αλλοδαπό πλεούμενο. Τα πάντα φτηνά, αλλά οι Αρχές χρειάζονται ασήμωμα για το παραμικρό, αυτή τουλάχιστον είναι η θεωρία.
Με την επιστροφή των αληγών χαλαρώνουμε, απολαμβάνοντας τις χαρές της πλεύσης, μανούβρες, ναυσιπλοΐα, ψάρεμα, μαγείρεμα ή απλώς χαζεύουμε τις συνεχείς εναλλαγές φωτός και θαλάσσης. Την επομένη διασχίζουμε τα υγρά σύνορα: αεροπλάνα της αυστραλέζικης ακτοφυλακής παρακολουθούν πρωτόγονα ινδονησιακά ψαροκάικα, ενώ στον ορίζοντα υψώνονται ατσάλινες δομές πετρελαιοπηγών, μάρτυρες των ανωμάλων σχέσεων μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Η Αυστραλία δεν αντέδρασε ποτέ στη βίαιη προσάρτηση του Ανατολικού Τιμόρ από το γιαβανέζικο στρατό και ως «δώρο» επετράπη η εξόρυξη μαύρου χρυσού στην περιοχή, με το αζημίωτο βεβαίως, που πάει κατευθείαν στις τσέπες των χουντικών της Τζακάρτα. Βρόμικη υπόθεση η πολιτική, ιδίως εάν σκεφτεί κανείς τον κοσμάκη που υποφέρει από ασιτία και αρρώστιες.
Την τέταρτη μέρα κιαλάρουμε στη δύση τις κορυφές του Τιμόρ, ενώ ο σορόκος ρεσκάρει, αναγκάζοντάς μας να αντικαταστήσουμε το μπαλόνι τα μεσάνυχτα. Το αντίθετο παλιρροϊκό ρεύμα μάς επιβραδύνει κάπως στα στενά και τελικά φουντάρουμε στην ευρύχωρη ράδα του Κουπάγκ γύρω στις τρεις το πρωί. Έπειτα από ολιγόωρο ύπνο, μας περιμένει πολιτιστικό σοκ, όταν καταφθάνουν οι Αρχές με μπαλωμένες στολές και πεινασμένο βλέμμα. Ούτε στο Σουδάν δεν είχαμε δει τέτοια χάλια! Παζαρέψαμε τις υπηρεσίες τους έναντι πέντε δολαρίων στον καθένα και μέσα σε λίγα λεπτά πρατικάραμε, αποκτώντας το δικαίωμα να αποβιβαστούμε.
Στην παραλία ένα μπαράκι ενδείκνυται για την προσάραξη της λέμβου και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι είμαστε στην Ασία. Πλήθη με παράξενες φορεσιές, αεικίνητοι στόλοι πολύχρωμων μίνι λεωφορείων, σμήνη μοτοποδηλάτων, σκόνη, δυνατές μυρωδιές μπαχαρικών κι ανοιχτών οχετών, επιγραφές σε ακαταλαβίστικη γλώσσα, ενώ σε κάθε βήμα μάς ακολουθούν τα «χαλό μίστερ!» των ντόπιων...
Πατρίδα του πανάκριβου και μυρωδάτου σανταλόξυλου, το Τιμόρ αποτέλεσε το νοτιότερο στέλεχος του μυθικού αρχιπελάγους των μπαχαρικών. Γνωστό στους Ευρωπαίους από την πτολεμαϊκή εποχή, όταν Κινέζοι έμποροι διοχέτευαν με τα καραβάνια τους φάρμακα, μοσχοκάρυδο, πιπέρι και γαρίφαλο μέχρι και τα μεσογειακά παράλια. Από το 2ο μ.Χ. αιώνα, άρχισαν οι επαφές με τις Ινδίες και μέσα σε τρεις αιώνες επικράτησαν οι ινδικές δυναστείες του βασιλείου της Γιάβα. Τότε ήταν η πρώτη φορά που γνώρισε το αρχιπέλαγος κεντρική ηγεμονία, παράγοντας συνάμα έναν εντυπωσιακό λαμπρό πολιτισμό, με σύνορα από το Βιετνάμ έως την Αυστραλία. Τον ένατο αιώνα, τα γοργά ντάου του Περσικού Κόλπου επεσκίασαν με τα λατίνια τους τα καραβάνια της Ασίας, προσθέτοντας την ισλαμική επιρροή στο αρχιπέλαγος, που διασπάστηκε σε πλήθος ανεξάρτητων σουλτανάτων. Ενώ ο Κολόμβος έψαχνε τις Ινδίες στην... Καραϊβική, οι Πορτογάλοι λαδώνοντας Άραβες ναυτίλους συνειδητοποιούσαν τα κατατόπια και τη μετεωρολογία του Ινδικού ωκεανού. Έτσι από το 1512 μονοπώλησαν το εμπόριο των μπαχαρικών προς την Ευρώπη.
Παρόμοιο κελεπούρι δεν μπορούσε παρά να ερεθίσει την όρεξη των ανερχόμενων ναυτικών δυνάμεων της Δύσης και μέσα σε εκατό χρόνια, Ολλανδοί, Εγγλέζοι, Ισπανοί και Γάλλοι ξεκοίλιασαν την κότα με τα χρυσά αυγά. Το 17ο αιώνα ήταν τέτοια η υπερπροσφορά, που «πάτωσαν» στις ευρωπαϊκές αγορές οι τιμές των καρυκευμάτων. Μόνο η θηριώδης επιμονή και το μπόλικο μπαρούτι, επέτρεψαν στους Ολλανδούς να κυριαρχήσουν, ελέγχοντας τις ποσότητες παραγωγής και επιβάλλοντας μονοπώλια. Όσο για τους Πορτογάλους, παρέμειναν με τις φτωχότερες κατοχές τους, το αλίμενο Ανατολικό Τιμόρ και πέντε παρακείμενα ξερονήσια.
Το απίθανο σύμπλεγμα των χιλίων κατοικημένων νησιών — με 360 φυλές και 250 γλώσσες — δέχτηκε κι απορρόφησε σε δεκαπέντε αιώνες επιρροές από τους κυριότερους πολιτισμούς και θρησκείες. Σε κέντρα όπως το Κουπάγκ, η θάλασσα έφερε κι ανακάτωσε όλες τις νατσιόνες και τις κουλτούρες: τζαμιά, καθολικοί ναοί, ταοϊστικά τεμένη γειτονεύουν όπως οι έντονες μυρουδιές και μπόχες. Τα ενωτικά στοιχεία προέρχονται σήμερα από τη Γιάβα. Φανταστείτε όμως ότι αυτή η πόλη των 20.000 κατοίκων δεν έχει τρεχούμενο νερό παρά μόνο πηγάδια, ενώ βυτιοφόρα και τρίκυκλα διανέμουν ένα κιτρινωπό υγρό αμφιβόλου ποιότητος.
Την επομένη εκδράμαμε στα περίχωρα μ’ ένα από τα τοπικά υπεραστικά λεωφορεία. Φορτηγό με ξύλινη καρότσα, οροφή και πάγκους, αλλά με ωραία ατμόσφαιρα από τα ντόπια τσιγάρα καπνού και μοσχόκαρφου. Ενώ το όχημα γρυλίζει ανηφορίζοντας τις απότομες στροφές, χαζεύουμε την τροπική βλάστηση στην περίοδο της ξηρασίας. Όσο πλησιάζουμε το υψίπεδο τόσο επικρατούν ξερά χόρτα, λόγκοι κι ευκάλυπτοι, ενώ στον ορίζοντα αστράφτουν οι σμαραγδένιες αναλαμπές του ωκεανού.
Ο καρόδρομος θα μας περάσει από μικρά χωριά, σποράδες από μικρά σπίτια, ασβεστωμένα πλεκτά καλάμια στημένα σε πιλοτές και ζωσμένα από καλλιέργειες. Το λεωφορείο κλείνει τον κύκλο του δρομολογίου καθώς επανεμφανίζεται η ράδα του Κουπάγκ οτους πρόποδες της παράκτιας οροσειράς. Κατά την κάθοδο παρατηρούμε το στόλο των εικοσάμετρων αλιευτικών τριμαράν, μάρτυρες της πάλαι ποτέ ναυτικής δύναμης του Σουλαβέσι.
Εκτός από τον ευρύχωρο κόλπο και την τριτοκοσμική του πρωτεύουσα δε μας προσφέρει πολλά το Τιμόρ και στις 28 Ιουλίου σαλπάρουμε προς τα βόρεια, με προορισμό το σύμπλεγμα μικρών νησιών στ’ ανατολικά του Φλόρες.
Με τα πολύκορφα όρη σοφράνο ν’ ανακόπτουν τους αληγείς και τα δυνατά αντίθετα ρεύματα δυσχεραίνεται κάπως η πλεύση, αλλά με αλλεπάλληλες τσίμες, τακ και αλλαγές πανιών εμφανίζονται τα ξημερώματα της επομένης οι συμμετρικοί κώνοι των πάμπολλων ηφαιστείων της στιχάδας. Πλαγιοδρομώντας μπαλονάτοι, μπουκάρουμε στα στενά. Θαυμάζουμε τα ήρεμα αμφίγεια που ανοίγονται γύρω μας, ενώ σαν πολύχρωμες πεταλούδες αρμενίζουν πέρα δώθε τα λατίνια των ντόπιων πολυσκάφων. Δεξιά μας και σοφράνο διακρίνουμε ένα ρυάκι που διακόπτει τη συστοιχία των κοκκοφοινίκων. Ασφαλώς το γλυκό νερό θα παρεμπόδισε την ανάπτυξη των κοραλλιών, προσφέροντας ένα τέλειο αγκυροβόλιο στην κατάλευκη παραλία.
Μετά την άϋπνη νύχτα ξαποστάζουμε στη σκιά της τέντας. Η ησυχία διήρκεσε πολύ, καθώς δυο νεαροί καθέλκυσαν ένα μονόξυλο στην αμμουδιά και κωπηλατώντας μανιωδώς ήρθαν να μας επισκεφθούν. Παρ’ όλο το λεξικό τσέπης, η συνεννόηση αποδείχθηκε δύσκολη όχι μόνο γλωσσικά αλλά και ηθικά. Τέλος πάντων, τους κεράσαμε τσάι και τσιγάρα, η επικοινωνία παρέμεινε περιορισμένη και ύστερα από λίγο καταφέραμε να τους αποχαιρετήσουμε. Η νύχτα μάς βρήκε ρεμβάζοντας το ηλιοβασίλεμα και αφού έπεσε η βελουδένια αυλαία, παρατηρήσαμε μια βουνοπλαγιά όπου συνέχιζε να ροδίζει η πυρακτωμένη λάβα! Από τα 400 ηφαίστειά του αρχιπελάγους πετύχαμε ένα από τα 80 εν ενεργεία. Λέγεται ότι το σύνολο των 180 εκατομμυρίων κατοίκων της Ινδονησίας ζει στη σκιά κάποιου ηφαιστείου. Κοιτάξαμε την αδυσώπητη κάθοδο της πύρινης γλώσσας ως αργά.
Νωρίς την επομένη σαλπάρουμε για το κύριο χωριό της Λεμπάτα, το Λεβολέμπα. Οι διακλαδώσεις των στενών και η ήσυχη επιφάνεια μας δίνουν την εντύπωση ότι πλέουμε σε κάποια ορεινή λίμνη. Παρά το δυνατό αντίθετο ρεύμα, τα καταφέρνουμε πλέοντας σύρριζα στις ξέρες και φουντάρουμε μπροστά στο «ξυλοπόδαρο» χωριό. Εδώ οι πελάδες σε πιλοτές υποστεγάζουν τα μονόξυλα. Οι φιλικοί κάτοικοι, μελανήσιας καταγωγής, μας προσκαλούν να δέσουμε το βαρκάκι μας στο «γκαράζ» τους.
Στην πλατεία της αγοράς πάμπολλες γυναίκες γνέθουν μπαμπάκι, επιβλέποντας την πραμάτεια τους από λαχανικά και λιαστά ψάρια. Στη σκιά της χαραμαδιασμένης εκκλησίας ένας γυρολόγος μάζεψε τα πλήθη χάρη σ’ ένα μεγάλο καφετί χαυλιόδοντα και μια δεκαριά βραχιόλια ελεφαντοστούν. Εάν το μικρό αρχιπέλαγος δεν προσέφερε εμπορεύσιμα αγαθά στους θαλασσινούς επιχειρηματίες των περασμένων αιώνων, τουλάχιστον παρείχε εξαίρετα αγκυροβόλια και ναυτίλους.
Την επομένη διαπλέουμε το κανάλι προς δυσμάς, έχοντας τριγύρω δεκάδες διαφορετικών ιστιοφόρων. Σαν ζωντανό ναυτικό μουσείο ελίσσονται λατίνια, ψάθες, σακολέβες και ράντες, ενώ οι γάστρες τους αποτελούν όνειρο για κάθε φανατικό ναυτικής ιστορίας και τέχνης. Εάν προορίζονται για την ίδια χρήση, αλιεία και μεταφορές, τα ντόπια σκάφη αντιπροσωπεύουν όλες τις τεχνολογικές επιρροές που δέχτηκε το αρχιπέλαγος τα τελευταία 2.000 χρόνια. Μοναδική άγνωστη προσωπικότητα στο σημερινό παραλήρημα ένα πρωτόγονο αλλά ταχύτατο είδος υδροπτέρυγου τριμαράν, όπου οι πλωτήρες έχουν αντικατασταθεί με ξύλινα πέδιλα.
Καταπλέουμε στο δίαυλο μεταξύ Αδουνάρα και Σόλορ, βιράροντας το μπαλόνι. Προορισμός μας σήμερα ο όρμος Λαβαγιόν, τοποθεσία ενός πορτογέζικου φρουρίου του 16ου αιώνα και ασφαλώς ένα καλό αγκυροβόλιο. Ο βυθός είναι απότομος, γύρω από ηφαιστειογενή νησιά. Με το ηχοσκαντάγιο ανιχνεύουμε τελικά ομαλό βυθό οχτώ μέτρων στις εκβολές ενός στεγνού χειμάρρου. Σε λίγα λεπτά μάς περικύκλωσαν όλα τα πιτσιρίκια του χωριού μ’ ένα στολίσκο μονόξυλων. Ευτυχώς ένας νεαρός μιλάει άπταιστα αγγλικά και πιάνουμε κουβέντα. Αφού ικανοποιήσαμε την περιέργεια του τσούρμου και το ξεφορτωθήκαμε, υποστηρίζοντας ότι ο Αί-Βασίλης με τα δώρα επιβαίνει στο επόμενο σκάφος, ο έφηβος μας εξηγεί ότι παρακολουθεί μαθήματα στο γυμνάσιο του γειτονικού Φλόρες και προτίθεται να μας κάνει το διερμηνέα. Το απόγευμα επισκεπτόμαστε το πορτογέζικο φρούριο, που δυστυχώς καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό του 1981. Η πλειονότητα των τειχών σωριάστηκε, τα σκουριασμένα κανόνια κείτονται σκόρπια στο χώμα σαν ψόφια ψάρια στον αφρό. Πιο ενδιαφέρουσα μας φάνηκε η — αναγκαστική — βίζιτα στο μουσουλμάνο δήμαρχο που έμενε δίπλα στα ερείπια. Στο προαύλιό του μας έκαναν εντύπωση δυο μικρές υποστεγασμένες ξύλινες εξέδρες, με τα εξωρράχια στολισμένα με τεράστια κέρατα. Σύμφωνα με το διερμηνέα μας, οι εξέδρες ήταν ιερές, συμβολίζοντας αρσενικά και θηλυκά πνεύματα προγόνων. Τα χρησιμοποιούσαν για βωμούς εξιλαστήριων προσφορών πριν από κάποια σημαντικά κοινοτικά συμβάντα, όπως σοδειές, καθελκύσεις πλεούμενων και τον ερχομό των φαλαινών!
Περνάμε την επόμενη μέρα κουβεντιάζοντας στη σκιά των χαρουπιών, μαγεμένοι από την ησυχία των διαύλων και τη θέα των γύρω ηφαιστείων. Μεταξύ άλλων οι ψαράδες μάς πληροφορούν για την καταλληλότερη χρήση των θαλασσίων ρευμάτων και αέρηδων της περιοχής, ώστε να οργανώσουμε το επόμενο σκέλος του ταξιδιού. Οι ανατολικοί αληγείς πιέζουν την επιφάνεια του Ειρηνικού ωκεανού προς δυομάς, διοχετεύοντας τεράστιες υδάτινες μάζες από τ’ αμφίγεια μεταξύ Νέας Γουινέας και Σουμάτρας.
Έτσι δημιουργείται μια μόνιμη ροή στα μπουγάζια που ανακόπτει για λίγες μόνο ώρες η παλίρροια. Η νοτιοανατολική κατεύθυνση των επικρατούντων ανέμων ευνοεί τις νότιες πλευρές των μεγάλων νησιών έως την Ιάβα, περιορίζοντας έτσι την πλεύση μας στις μεσημβρινές ακτές του αρχιπελάγους.
2/8: Μεθορμίζουμε λίγα μίλια έως τα ανατολικά παράλια της νήσου Φλόρες, φουντάροντας μπροστά σ’ ένα απρόσωπο καθολικό χωριό. Εδώ πρωτοπάτησαν οι Πορτογάλοι στις αρχές του 16ου αιώνα, κι επειδή τους έκαναν εντύπωση τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια της περιοχής, βάφτισαν όλο το νησί «Ανθισμένο» (Φλόρες)!
Οι τελευταίοι Λουζιτανοί εκδιώχθηκαν το 1860 από τον ολλανδικό στρατό, στην ακμή της κυριαρχίας της Μπατάβια. Μια άλλη κοντινή παλινδρόμηση μας φέρνει πάλι στο Σόλορ, σε μια από τις λίγες ακατοίκητες ακρογιαλιές του. Όλη την περασμένη βδομάδα, όπου πηγαίναμε μας πολιορκούσαν περίεργοι «σαν πράσινα ανθρωπάκια» στην πλατεία Συντάγματος(!). Έτσι απολαμβάνουμε τη μοναξιά του όρμου.
Με ευνοϊκή παλίρροια αποπλέουμε το μεσημέρι, αφήνοντας γρήγορα στ’ απόνερα το τελευταίο στρέτο. Προορισμός μας, 8Ο ν.μ. ανατολικά, η πρωτεύουσα Έντε. Αρχικά όρτσα με την μπουκαδούρα, παραπλέουμε σύρριζα στις απότομες ακτές. Μας φανερώνεται η έντονη αντίθεση ανάμεσα στα λευκά αφροστεφή κύματα και στο μαύρο σιρίτι των αμμουδιών. Η νύχτα φέρνει σιγόντα κι ανοιγόμαστε. Οι σκοτεινές ώρες περνούν στρωτά και με το λυκόφως ανακαλύπτουμε τους τέλειους κώνους των ηφαιστείων που περιβάλλουν τη ράδα. Ψιλοβρέχει. Αναρωτιόμαστε πού άραγε να φουντάρουμε, αγναντεύοντας τις δεκάδες αλιευτικών που χορεύουν κοιμισμένα πάνω στην τεράστια ρεστία.
Η πόλη των 70.000 κατοίκων ξεχύνεται από τις κοιλάδες έως τη θάλασσα που μαρτυρά την έλλειψη κάθε βασικής υγιεινής. Η σπιάτζα έχει ένα παχύ στρώμα απορριμμάτων κι αποπατημάτων. Η μπόχα που κυριαρχεί είναι απερίγραπτη!
Ψάχνουμε πολλή ώρα ένα αβαθές αγκυροβόλιο Παράμερα του λιμανιού η παραλία φαίνεται καθαρή, γεμάτη αλμυρίκια, περιποιημένες βάρκες τραβηγμένες στην άμμο και νοικοκυραίους ψαράδες που μπαλώνουν δίχτυα. Η πρωτεύουσα του Φλόρες δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο να επιδείξει, εκτός από το παζάρι με τα μπαχαρικά, τα γιατροσόφια και τα περιποιημένα υφαντά.
Έχοντας εξαντλήσει τα ενδιαφέροντα, κάνουμε μια εκδρομή την επομένη για να θαυμάσουμε το όρος Κελιμούτου, ένα από τα εντυπωσιακότερα ηφαίστεια του αρχιπελάγους. Στριμωγμένοι στους πάγκους της τρικλίζουσας ξύλινης καρότσας, υπομένουμε τα παραλειπόμενα των οδικών ταξιδιών. Η μουσική ντίσκο στη διαπασιόν, ίσα που καλύπτει τα βρουχητά της ταλαίπωρης μηχανής και τα τσιρίγματα του ετοιμοθάνατου διαφορικού, ενώ με επιμονή ανηφορίζει το «ελαιοφθορείο» (φθείρει μπόλικο λάδι!). Γύρω μας καταπράσινα λαγκάδια και ρεματιές σκίζουν τις πένθιμες κρημνωρείες. Ο τρίωρος βασανισμός των οπισθίων μας άξιζε τον κόπο, όταν αντικρίσαμε τελικά τη θάλασσα από το καλλιεργημένο υψίπεδο, κι άλλα πεντακόσια μέτρα αναρρίχησης εκπλήρωσαν τους πόθους μας, όταν θωρήσαμε τα τρία έγχρωμα στόμια του ηφαιστείου. Οι κρατήρες εσώκλειαν αβυσσαλέες λίμνες, η καθεμιά βαμμένη από διαφορετικά ορυκτά, που μας μπάνιζαν σαν τεράστια στρογγυλά μάτια. Το ένα φουντουκί, το άλλο περουζένιο, το τελευταίο πορφυρό. Οι ηλιαχτίδες έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στην πολύκορφη οροσειρά και στους σωρείτες των αληγών, μεταβάλλοντας ολοένα τις αποχρώσεις των υδάτων. Επιστρέφοντας στο ριζοχώρι, έως ότου εμφανιστεί το λεοφορείο, επισκεφθήκαμε τα τοπικά υφαντουργεία όπου παράγονται παραδοσιακά ικάτ με αρχαίες προχριστιανικές αναπαραστάσεις δέντρων και επικρεμάμενα κρανία. Γυρίζουμε στο Έντε κατάκοποι από το τουλούμιασμα του σκολιού καρόδρομου. Καλές οι επίγειες απολαύσεις, αλλά τελικά νιώθουμε τόσο άνετα στο μικρό καρέ της «Καλλίπυγου»!

Στα νησιά των δράκων και των μύθων.

Από το πεζούλι του ταβερνείου παρακολουθούμε τον συνωστισμό της λεωφόρου, την ποικιλία φορεσιών, τη βαβυλωνία των εθνοτήτων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της Φλόρες. Βουνίσιοι κυνηγοί κεφαλών, μάγοι ανθρωποθύτες και δουλέμποροι πειρατές του Σουλαβέσι κυριαρχούσαν στην κρημνώδη μεγαλόνησο ως τις αρχές του 20ού αιώνα, και μόνο το 1911 μεταβίβασε ο ολλανδέζικος στρατός την εξουσία σε πολίτες κυβερνήτες.
Το απολιθωμένο παρελθόν ολοένα αναδύεται: όχι μόνο ανθρωπολογικά αλλά και ζωολογικά, καθώς παρέμεινε σχετικά ανέπαφη αυτή η ξερή, δύσβατη περιοχή, φτωχή σε εκμεταλλεύσιμα ορυκτά ή μπαχαρικά. Ανατολικά της «Γραμμής Ουάλλας» το ζωικό βασίλειο δε γνώρισε ποτέ την εξέλιξη. Επιζώντες «ξάδερφοι» των σαρκοφάγων δεινοσαύρων, τα varanus monodensis  συναντιούνται μόνο στο απόμερο δυτικό άκρο της Φλόρες και στα γύρω ξερονήσια. Υπολογίζεται ότι τα τρίμετρα ερπετά πρωτοεμφανίστηκαν πριν από 130 εκατομμύρια χρόνια και το λαϊκό παρατσούκλι «δράκος» ασφαλώς τα συσχετίζει με τα κινέζικα μυθολογικά τέρατα! Παρ’ όλα αυτά, η ύπαρξη δράκων αμφισβητούνταν επιστημονικά έως το 1910, όταν ένας Ολλανδός αεροπόρος συνάντησε αυτές τις σαύρες εκτελώντας αναγκαστική προσγείωση στο Κομόντο. Οι αποικιακές αρχές υποπτεύτηκαν... ελονοσία και νευρικό κλονισμό ακούγοντας περιγραφές λεπιδωτών θηρίων με πύρινη γλώσσα και ικανότητα να καταβροχθίζουν ολόκληρους βουβάλους! Καλού κακού, έστειλαν όμως μια στρατιωτική περίπολο για να διερευνήσει τους φανταστικούς ισχυρισμούς του πιλότου, επιβεβαιώνοντας φυσικά την ανακάλυψη. Η ανεύρεση, στον 20ό αιώνα, ενός αγνώστου ζώου άφησε άναυδη την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.
Με μουντό ξημέρωμα αφήνουμε το βρομερό Έντε, με τα μαύρα του ηφαίστεια να σαλεύουν στην πρύμνη μας. Ο μπάτης μας αντλεί από το μπαλόνι, γοργά αρχίζουμε τον παράπλου της Φλόρες. Σοφράνο της κρημνώδους ακτής αντιτίθενται μπουκαδούρα κι αλη- γείς, έτσι όσο μεσημεριάζει τόσο μπουνατσάρει. Κυνηγάμε πλέον τις ρέφλες, η ωκεανική ρεστία τραντάζει την αρματωσιά ξετινάζοντας το μπαλόνι. Συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε πολύ γιαλωμένοι και μάλλον θα πρέπει να κάνουμε υπομονή έως τη νύχτα. Χάρη στη «μαντεμένια Τζένοβα» κόβουμε πάλι δρόμο.
Με τη χρυσή αυλαία της, η αυγή φανερώνει τον προορισμό μας. Λίγα μίλια απέμειναν, ετοιμαζόμαστε να διαπλεύσουμε το στενό μεταξύ Φλόρες και Σουμπάβα. Το μπουγάζι βγάζει φίδια, το φυσομάνημα ανατίθεται με δύο κόμβους ρεύμα, σηκώνοντας έναν απαίσιο κυματισμό. Με δύο μούδες και φλόκο ζυγώνουμε το μικρό αρχιπέλαγος που μας θυμίζει... Αιγαίο με τα ερυθρόλευκα ριζοβράχια και τις ωχρές, λαγκαδοστεφείς βουνοπλαγιές. Ο όρμος Τζίγκα ανοίγει διάπλατα τη φιλόξενη αγκαλιά του, χωρίς χρονοτριβή βρίσκουμε ένα βολικό φουντάγιο.
Κραυγές πουλιών αντιλαλούν στη μοναξιά, σπιλιάδες χτενίζουν τρέλα τα ξερά χόρτα. Πού να κρύβονται άραγε οι δράκοι; Απ’ ό,τι διαβάσαμε, τα μεγάλα ερπετά χρειάζονται τη μεσημεριάτικη θερμότητα για να βγούνε παγανιά. Έτσι κλέβουμε λίγες ώρες ύπνου πριν συναρμολογήσουμε το βαρκάκι και αποβιβαστούμε. Ο μολυβένιος ήλιος πυράκτωνε τις πέτρες όταν αρχίσαμε το «σαφάρι». Η Άννα Μαρία οπλίστηκε με τα συνήθη φωτογραφικά καλαμπαλίκια, ενώ εγώ κουβαλώ το τρίποδο και τη «δρακοαπωθητική» αβάρα (έχει καλά ο Αϊ-Γιώργης!): το μακρύ γάντζο του σκάφους. Προσοχή, λοιπόν, και μένοντας μακριά από θάμνους ερευνούμε την ακταία λοφοσειρά. Η Άννα Μαρία στήνει το τρίποδο παραμονεύοντας με τον τηλεφακό, ενώ εγώ επιβλέπω τα νώτα μας. Το στωικό καρτέρι επιφέρει τελικά καρπούς: ένας νεαρός δράκος ξεμπουκάρει από τη φωλιά του. Κάπως έκπληκτος και μάλλον φοβισμένος μάς αντικρίζει: το στόμα ανοιχτό, η διχαλωτή, πορτοκαλιά γλώσσα να μαστιγώνει δεξιά κι αριστερά. Θα πρέπει να του φανήκαμε καμπόσοι γιατί αστραπιαία υποχώρησε, αφήνοντας τη φευγαλέα εικόνα της γκριζοπράσινης, λεπιδωτής ουράς του να χάνεται στο χώμα. Σαν άρχισε να βραδιάζει, εγκαταλείψαμε το καραούλι επιστρέφοντας άπρακτοι στην «Καλλίπυγο». Την επομένη μεθορμίσαμε στη βόρεια πλευρά του νησιού, κοντά στο αρχηγείο της υπηρεσίας του Εθνικού Πάρκου Ρίντζα. Με τα πληρώματα τριών αυστραλέζικων κότερων απαρτίσαμε μια ομάδα για τη μίσθωση ενός «Ρέιντζερ» (δασοφύλακα) πράκτικου της ντόπιας πανίδας, που θα μας οδηγούσε στα λημέρια των δράκων. Έτσι μας δόθηκε, επιτέλους, η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τις πελώριες σαύρες.    
Το αμφίγειο μεταξύ Φλόρες και Σουμπάβα πρόσφερε κι άλλα ενδιαφέροντα νησιά εκτός από τη Ρίντζα και την τουριστική Κομόντο, επιπλέον, όπως κάθε ευπρεπές μπουγάζι, παρουσίαζε και τα απαιτούμενα ιστιοπλοϊκά «καρυκεύματα»: μπόλικο αγέρα και δυνατά ρεύματα. Με σύντομες κι ευχάριστες ημερήσιες διαδρομές φτάσαμε έως την Ανατολική Σουμπάβα, που φημίζεται για το ριζοσπαστικό μουσουλμανισμό των κατοίκων της. Αποφύγαμε τις... φασαρίες παραπλέοντας νύχτα τις βόρειες ακτές χάρη στον ενισχυμένο μπάτη. Το απότομο φυλλάρισμα ενός πλαστικού πανιού και η έντονη μυρουδιά καμένου μοσχόκαρφου των ινδονησιακών τσιγάρων μάς υπενθύμισαν ότι τα ντόπια αλιευτικά ταξιδεύουν χωρίς φώτα!
Η έκρηξη του ηφαιστείου, τον περασμένο αιώνα, κυριολεκτικά αφάνισε κάθε ανθρώπινη παρουσία, σκοτώνοντας 60 χιλιάδες άτομα και καταστρέφοντας ολοσχερώς τη βλάστηση. Οι σημερινοί λιγοστοί κάτοικοι του χωριού, θύματα της ολλανδικής μετα-αποίκησης, προέρχονται από τη Γιάβα και το Σουλαβέσι. Αυτά καταφέραμε νά βγάλουμε από τα σπασμένα αγγλικά του δασκάλου, που έτρεξε να μας προϋπαντήσει, υπό τη σκιά των βαΐων, στη μαύρη αμμουδιά. Το ψάρεμα, η καλλιέργεια καφέ και μπανανών απασχολούν τους χωριανούς, ενώ εμάς προς το παρόν ενδιαφέρει το γοργό ποτάμι που μας υπόσχεται μια μεγαλειώδη μπουγάδα: έχουμε να πλύνουμε ρούχα από το Ντάρβιν! Φυσικά δεν τολμάμε να πιούμε το γλυκό νερό, αλλά το χρησιμοποιώ για το ξαλμύρωμα του εξαρτισμοΰ: σκότες, βίντζια, ράουλα κι εντατήρες.
Το πρωί σεριανίζουμε στο χωριό. Τέσσερα στενά σοκάκια, ανάμεσα στις «καμπάνες» από πλεκτά καλάμια, οδηγούν στην πλατεία. Μια κυρά τηγανίζει μπανάνες (δυο δραχμές η μία!) και τρεις ψαράδες παρουσιάζουν τα προϊόντα του νυχτερινού τους μόχθου. Βλέπω αμέσως μια πεντάκιλη συναγρίδα. Θα χώραγε ίσα ίσα στο ταψί μας κι αρχίζω αμέσως τα παζάρια. Έπειτα από λίγο συμφωνούμε στην τιμή των πεντακοσίων δραχμών όλοι μένουν ικανοποιημένοι εκτός από την Άννα Μαρία, γκρινιάζοντας (όχι εντελώς άδικα) ότι θεωρεί ανήθικο να διαπραγματευόμαστε το μόχθο βιοπαλαιστών, ενώ ασημώνουμε διεφθαρμένους γραφειοκράτες...
Δυτικά της Κανάγκα η Σουμπάβα στενεύει δραματικά, κόβοντας σχεδόν το νησί στα δύο και επιτρέποντας στην πνοή των αληγών να σαρώνει τις βόρειες ακτές. Με μια σβέλτη πλαγιοδρομία, χάρη στο φρέσκο κι ακύμαντο στεριανό, πλέουμε προς το Παζάρ, τη δυτική πρωτεύουσα του νησιού. Αγκυροβολώντας μπροστά σ’ ένα ψαροχώρι-προάστιο, χρησιμοποιώ τις αγοραίες αλογάμαξες για να επισκεφθώ την τοπική λαϊκή αγορά, που είναι μια έκπληξη αφθονίας και ποιότητας. Δυστυχώς, όπως στις υπόλοιπες ινδονησιακές πόλεις δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό και τα σκουπίδια δεν τα αναλάμβανε ο δήμος, αλλά οι ανοιχτοί οχετοί. Μεταξύ άλλων ανακάλυψα σε μπακάλικο εικοσάλιτρα δοχεία μεταλλικού νερού για να συμπληρώσουμε τις δεξαμενές μας. Είκοσι μέρες πέρασαν από την τελευταία τροφοδοσία και βαρυφορτωμένος αναγκάζομαι να ναυλώσω ένα... αλογάκι για την επιστροφή στην παραλία.
Τις επόμενες μέρες στο πρόγραμμα έχουμε άνετη κρουαζιέρα, σκατζάροντας καθημερινώς αγκυροβόλια και ακολουθώντας τις βόρειες ακτές της Σουμπάβα και της Λόμποκ. Όσο προχωρούμε προς δυσμάς τόσο μειώνονται οι λαγκαδότοποι και αυξάνεται η αειθαλής τροπική βλάστηση. Οι υπήνεμες κόστες εγγυούνται μπαχαρίες και ήρεμη θάλασσα, μοναδικά προβλήματα παρουσιάζονται την ώρα του φουντάγιου, όταν συναντούμε υπερβολικά βάθη ή επικίνδυνους ανώμαλους κοραλλένιους βυθούς. Το σκηνικό αλλάζει ριζικά όταν ξεμυτίζουμε στο κακόφημο μπουγάζι μεταξύ Λόμποκ και Μπαλί, όπου οροσειρές 3.000 μέτρων «σουρώνουν» τους αληγείς που αντιτίθενται σε ωκεάνιο ρεύμα 2 έως 4 κόμβων. Χαμός...
Αναπλέουμε σύρριζα στις ακτές με αλλεπάλληλες στροφές, ψάχνοντας σιγόντα και ευνοϊκές δίνες. Η στιχάδα των νησίδων «Αήρ» μάς προσφέρει προσωρινό απάγκιο, αρκετά για να συνειδητοποιήσουμε τα μπαράκια και τις γυμνές Ευρωπαίες στις παραλίες, αλλά (δυστυχώς) και τον πέτρινο πυθμένα όπου οι άγκυρές μας δεν καταφέρνουν να σταθούν. Το ηλιοβασίλεμα πλησιάζει και δεν έχουμε πολλές εναλλακτικές επιλογές: Με επανειλημμένες καταδύσεις σφηνώνω τις άγκυρες ανάμεσα στα βράχια, τοποθετώντας σκοινάκια με τσαμαδούρες για να τις ξεμαγκώσουμε το πρωί. Νωρίς, με την πρωινή μπουνάτσα, μεθορμίζουμε λίγα μίλια νοτιότερα σ’ ένα ασφαλέστερο κολπίσκο. Τα βάθη, άνω των 20 μέτρων, μας αναγκάζουν να φουντάρουμε την πρυμιά άγκυρα, φέρνοντας την πλώρη στη μαύρη άμμο, μ’ ένα μπεντένι στον πλησιέστερο φοίνικα.
Δασερές βουνοπλαγιές, χαραγμένες από φαράγγια και καταρράκτες, προσεγμένους ορυζώνες, διάσπαρτα ινδουιστικά τεμένη: ανακαλύπταμε ένα πανέμορφο νησί, που επί 4 αιώνες διετέλεσε αποικία της γειτονικής πανίσχυρης Μπαλί. Μολονότι οι τουρίστες συναθρίζονται στις πολυτελείς παραλίες, αντίθετα η ενδοχώρα παρέμεινε σχετικά ανέπαφη, αφού οι Ολλανδοί που δεν πολυενδιαφέρθηκαν για τις εύφορες κοιλάδες και τους παράξενους κατοίκους τους αρκέστηκαν να τους χαρατσώσουν!
Ύστερα από πέντε μέρες στη Λόμποκ καιρός ήταν να προχωρήσουμε, διαπλέοντας τα σαράντα μίλια του αμφιγείου έως το Μπαλί. Οι άνεμοι αυτή τη φορά πνέουν ασθενείς, αλλά στα μέσα των στενών το ρεύμα φτάνει τους 4 κόμβους, αναγκάζοντάς μας να κρατάμε έως πενήντα μοίρες (!) από την πορεία. Μόλις μισό μίλι πριν από το λιμάνι Μπενόα μειώθηκε η τρελή πλαγιολίσθηση και σκαρφαλωμένος στους σταυρούς κατευθύνω την Άννα Μαρία ανάμεσα στις πάμπολλες κοραλλένιες ξέρες που περιφρουρούν την μπούκα της μεγάλης φυσικής λεκάνης.
Οι πάμπολλες ινδικές επιρροές -θρησκεία, μύθοι και τεχνολογίες- απορροφήθηκαν όπως στη γειτονική Γιάβα από τον 5ο αιώνα. Φανταστείτε ότι χάρη στην τεχνική της εντατικής καλλιέργειας των υγρών ορυζώνων ταΐζονται επαρκώς τα τρία εκατομμύρια κατοίκων του μικρού νησιού! Λόγω του ορεινού χαρακτήρα των καλλιεργημένων εκτάσεων, η άρδευση αποτελεί το κυριότερο στοιχείο της γεωργίας, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι, των κοινοτήτων να επιλέγονται μεταξύ αυτών που τα χωράφια τους βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο, ώστε να τους «καίει» η σωστή ροή του νερού προς όφελος όλων.
Με υπερεπαρκή σίτιση και άφθονο ελεύθερο χρόνο, οι Μπαλινέζοι επενδύουν την ενεργητικότητά τους στον ευρύ θρησκευτικό χώρο, όπου 40.000 ινδουιστικές εορτές δίνουν την ευκαιρία για κάθε είδους καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, παιχνίδια και φαγοπότια.
Σε οτιδήποτε φτιάχνουν έχουν καλό γούστο: οι αγρότες δε στήνουν απλά σκιάχτρα για να τρομάξουν τα πουλιά, αλλά συναρμολογούν τεράστιους χαρταετούς, ομοιώματα γερακιών, που ίπτανται μέρα νύχτα πάνω από τους ορυζώνες, ενώ τοποθετούν στις γωνιές των χωραφιών, πλάι σε ξωκλήσια, μικρούς πολύπλοκους ανεμόμυλους που ασταμάτητα κινούν φιγούρες και κύμβαλα!
Ο μπαλινέζικος πολιτισμός δέχτηκε δυναμωτική ένεση, όταν με την εξάπλωση του Ισλάμ, στο δυτικό αρχιπέλαγος το 17ο αιώνα, κατέφυγαν από τη γειτονική Γιάβα χιλιάδες ινδουιστές πρόσφυγες, στην πλειονότητα ευγενείς, ιερείς και καλλιτέχνες, συνεισφέροντας το άκρως τελειοποιημένο ύφος των τεχνών της ινδο-γιαβανέζικης κουλτούρας. Καθώς ο επεκτατισμός των Κάτω Χωρών ακολουθούσε κατά πόδας την πρόοδο του μουσουλμανισμού και το Μπαλί δεν πρόσφερε μπαχαρικά ή μεταλλεύματα, το νησί παρέμεινε ανέπαφο από τις πολιτιστικές αναταραχές που έσειαν την υπόλοιπη Νοτιοανατολική Ασία, επιζώντας σαν κρυφός θύλακας παράδοσης.
Δεν είναι όμως οι καλές τέχνες υπαίτιες για το σημερινό τουριστικό καταιγισμό, όπως δεν ήταν, τους περασμένους αιώνες, ο λόγος που ανελλιπώς αυτομολούσαν ευρωπαϊκά πληρώματα. Αιθρία και αεράκι οχτώ μήνες το χρόνο, ατελείωτες κατάλευκες αμμουδιές, περίτεχνη μαγειρική, ευγενικοί και φιλόξενοι κάτοικοι-τι περισσότερο μπορεί ν' αναζητήσει ένας ταλαίπωρος; Δε μας ενδιέφερε να συγκρίνουμε την τυποποιημένη πλέον ντόπια αποχαύνωση με της Μυκόνου και της Ταϊτής, αντίθετα επιθυμούσαμε να κυνηγήσουμε την πνευματική μοναδικότητα του νησιού.
Αφού κατά την μπαλινέζικη μυθολογία τα όρη συμβολίζουν το καλό, ενώ η θάλασσα αντιμετωπίζεται ως θεϊκή μάστιγα, τότε έπρεπε να πάρουμε τα βουνά! Συναντήσαμε ένα ζευγάρι Γάλλων, γείτονες στο μουράγιο με εφάμιλλες ευαισθησίες, και συνεταιρικά μισθώσαμε ένα αμάξι με οδηγό.
Την επομένη πληροφορηθήκαμε νωρίς για την ετήσια ιεροτελεστία της παγόδας του χωριού Μπεσακί, σε υψόμετρο 800 μ., κάπου δύο ώρες δρόμο από το λιμάνι. Ζυγώνοντας την παρώρεια, τα μάτια μας ανακάλυπταν μια πανέμορφη περιοχή με δάση, αγρόκηπους, ανθώνες και οπωρώνες. Ξαφνικά, σε μια στροφή, εμφανίστηκαν τα πρώτα σπίτια και μια πολύχρωμη φάλαγγα γυναικών. Μετέφεραν χαριτόβρυτα στα κεφάλια τους περίτεχνες πυραμίδες από πιλάφι, φρούτα, γλυκίσματα, ψητά χοιρομέρια ή πάπιες καπνιστές! Αμέσως μου άνοιξε η όρεξη, αλλά οι λιχουδιές προορίζονταν για τις θεότητες, εμείς οι θνητοί είχαμε στη διάθεσή μας τα μαγειρευτά των μικρών ταβερνείων. Ίσα ίσα μας αποκαλύπτονταν τα εμφανή και εντυπωσιακότερα σημεία του μοναδικού πολιτισμού και μόνο διαισθανόμασταν τα σημαντικά παραλειπόμενα...
Δεν μας έμενε παρά να αποχαιρετήσουμε τη γενναιόδωρη κοινότητα που καταδέχτηκε ειλικρινά την περιέργειά μας. Αναρωτιόμαστε για πόσον καιρό ακόμη θ’ αντέξουν αυτοί οι άνθρωποι τον ασφυκτικό κλοιό ξενόφερτων αξιών και το αδιάκριτο τουριστικό κεχαγιαλίκι. Ρίξαμε μια αρπακτική ματιά σ’ ένα λαμπρό αλλά καταδικασμένο κόσμο: δε μας μένει παρά να κλείσουμε αθόρυβα την πύλη και ν’ απομακρυνθούμε ακροποδητί...

Συνεχίζεται στο Μπαλί, τη Μαλαισία και την Σιγκαπούρη : http://www.ribandsea.com/travels/2279-apo-to-bali-sti-sigkapoyri