Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Η φωτιά στο χωριό Μακρυμάλλη της Εύβοιας με σοκάρισε και με ανάγκασε να τα παρατήσω όλα και να πεταχτώ χθεςμε το δίτροχο μέχρι τον τόπο της τραγωδίας. Πολλές οι νεανικές αναμνήσεις μου άλλωστε από την θερινή κατασκήνωση των Προκοπιέων την δεκαετία του ’60 στον καταπράσινο λόφο πάνω απ’ το χωριό.
Δεν ήξερα τι θα αντικρύσω φθάνοντας στο Μακρυμάλλη. Ήμουν πάντως τρομοκρατημένος στην ιδέα ότι τα πάντα μπορεί να είχαν γίνει παρανάλωμα της φωτιάς. Στις ειδήσεις βέβαια είχε ακουστεί ότι δεν υπάρχουν απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ή καταστροφές κατοικιών. Αρκεί όμως άραγε αυτό;
Είναι προφανές ότι τις κρατικές Αρχές στοιχειώνει πια το σύνδρομο «Μάτι» με τους 100 νεκρούς, και το μόνο που φαίνεται πως ενδιαφέρει πια τους υπευθύνους είναι να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές. Όποιος καεί στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι, λέει ο λαός. Πολλοί κάτοικοι του χωριού μου είπαν ότι δεν υπήρχε λόγος να φύγουν απ' τα σπίτια τους, πως αυτά δεν κινδύνευαν από τη φωτιά και πως με διαφορετικές κινήσεις θα μπορούσε να σωθεί ένα μέρος του πευκοδάσους και να έχει αποφευχθεί η εξάπλωση της φωτιάς στην είσοδο του χωριού όπως το βλέπει κανείς ερχόμενος απ’ τα Ψαχνά.
Το γεγονός βεβαίως ότι δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες είναι πολύ σημαντικό. Ποιος μπορεί όμως να διαβεβαιώσει τους κατοίκους του χωριού ότι οι περιουσίες τους δεν θα υποστούν μεγάλες ζημιές όταν κατά την διάρκεια μιας μεγάλης νεροποντής τα νερά της βροχής θα παρασύρουν χώματα και πέτρες μέσα στον οικισμό αφού δεν θα υπάρχουν δένδρα να τα συγκρατήσουν;
Αν πάντως και τα πεύκα έχουν ολοσχερώς καεί σε μια ακτίνα μερικών εκατοντάδων μέτρων γύρω απ’ το χωριό, τα σπίτια είναι αλώβητα και οι αυλές γεμάτες λουλούδια! Θαρρείς και το Μακρυμάλλη ταξίδεψε μέσα στον χρόνο και δεν ήταν εκεί όταν η πύρινη λαίλαπα έκαψε το υπέροχο πευκοδάσος που το περιβάλλει.
Ο μεγάλος πλάτανος ορθώνεται υπερήφανος στην πλατεία του χωριού. Θυμάμαι τις τρέλες που έκανα καθώς όρθιος επάνω στο ξύλο της κούνιας χωνόμουν σχεδόν μέσα στα πλατανόφυλλα, ενώ η τρομπαριστή βρύση που έσβηνε τότε τη δίψα μας δεν υπάρχει πια.
Ανηφόρισα στο ύψωμα πάνω απ’ το χωριό. Εκεί όπου πριν από μισό αιώνα οι φωνές, τα παιγνίδια και τα τραγούδια δεκάδων παιδιών έδιναν ζωή στο δάσος και συμπλήρωναν τη συναυλία των πουλιών. Ο χώρος όπου γινόταν η έπαρση και η υποστολή της σημαίας και συγκεντρώνονταν οι ομάδες των κατασκηνωτών είναι ακόμη οριοθετημένος με τις πέτρες που είχαμε τοποθετήσει 50 χρόνια πριν!
Τα κατεστραμμένα πια μαγειρεία φιλοξενούν μέσα στα χαλάσματά τους ένα νεαρό πεύκο. Σημάδι πως η Φύση γνωρίζει να επιβιώνει και να αναπαράγεται σε πείσμα της ανθρώπινης καταστροφικής μανίας.
Η τσιμεντένια βάση της υπαίθριας τραπεζαρίας και οι τουαλέτες ήταν επίσης εκεί. Το καλοκαίρι του ’68 πέρασε αίφνης σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά απ’ τα μάτια μου. Ευτυχώς σ’ αυτό το τμήμα του χωριού τίποτε δεν θυμίζει ότι πέρασε φωτιά από εδώ.
Ακολούθησα στη συνέχεια τον δρόμο προς το μοναστήρι. Τα καμμένα πεύκα θυμίζουν ανθρώπινα ικριώματα. Τρία αυτοκίνητα είναι εντελώς κατεστραμμένα. Αδύνατον να ξεχωρίσεις το εργοστάσιο κατασκευής τους. Κάποιοι κορμοί δένδρων καπνίζουν ακόμη.
Ο πέτρινος βράχος με τον μαρμάρινο σταυρό στην κορυφή βγαλμένος θαρρείς από κάποια ταινία τρόμου. Εκεί κάναμε θυμάμαι τους βραδινούς περιπάτους μας όταν βάζαμε τα παιδιά των ομάδων μας στα κρεββάτια τους για ύπνο. Εκεί συναντιόμασταν για να δώσουμε ένα κλεφτό φιλί στην ομαδάρχισσα με την οποία ήμασταν ερωτευμένοι. Τώρα δεν υπάρχει τίποτε πια που να θυμίζει το μαγικό εκείνο σκηνικό. Και ενώ όλα τριγύρω είναι καμμένα και μαύρα, ο μαρμάρινος σταυρός παραμένει λευκός!
Η στάχτη σκεπάζει το έδαφος σαν μια γκρίζα κουβέρτα. Τα τσίγκινα τενεκεδάκια για τη συλλογή της ρητίνης έπαυσαν πια να υπηρετούν τον σκοπό τους και το ρετσίνι έχει ακινητοποιηθεί σαν μαύρο ρυάκι στις ραχοκοκκαλιές των πεύκων.
Μια αλεπού τρομάζει με την παρουσία μου και προσπαθεί να βρει απεγνωσμένα καταφύγιο ανάμεσα στις στάχτες και τα καμμένα δένδρα. Η «άγρια» Φύση υποκλίνεται στον «ήρεμο» και «πολιτισμένο» άνθρωπο…
Στην Κρυόβρυση μια ομάδα πυροσβεστών, με επικεφαλής τον Υπαρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος κ. Στέφανο Κολοκούρη, ετοιμάζονται να εισχωρήσουν στο καμμένο δάσος για να οριοθετήσουν τη φωτιά. Συνομιλώ με τον Υπαρχηγό ο οποίος μου δίνει αρκετές κατατοπιστικές πληροφορίες.
Στην Κατώβρυση η εικόνα έχει δύο όψεις. Στη μία το νερό τρέχει ακόμη παγωμένο από την πέτρινη γούρνα, με τις καρυδιές, τα πλατάνια, τις συκιές και τα πεύκα να την συντροφεύουν με την σκιά τους. Η άλλη της όψη ένα θλιβερό κατάμαυρο κάδρο που την περιβάλλει…